Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2009

Δίλημμα


...κατάκοποι όλοι, παρακολούθησαν την τεράστια πύλη ν' ανοίγει αργά.

Η ομορφιά του τοπίου που απλώθηκε μπροστά τους, τους έκοψε την ανάσα.

Ψίθυροι κι επιφωνήματα έκπληξης και θαυμασμού ακούστηκαν.

"Τι είναι εδώ;" Ρώτησε κάποιος.

Ο οδηγός τον κοίταξε παραξενεμένος. "Δεν σας αρέσει;"

"Πώς..πώς.." ήταν το μόνο που κατάφερε εκείνος να ψελίσει, θαμπωμένος.

Τους άρεσε. Περισσότερο απ' οποιονδήποτε τόπο είχαν δει. Κι είχαν περάσει από πολλούς, μα αυτή η εικόνα ξεπερνούσε τις προσδοκίες τους. Το τοπίο ήταν πραγματικά πανέμορφο. Σχεδόν παραδεισένιο.

"Περάστε λοιπόν, τι περιμένετε;" τους παρότρυνε ο οδηγός.

Οι μικρότεροι έτρεξαν να εξερευνήσουν τον χώρο, ενώ πολλοί απ' τους μεγαλύτερους έμειναν αποσβολωμένοι να κοιτάζουν, δίχως να μπορούν να πιστέψουν πως επιτέλους είχαν βρει τον παράδεισο που έψαχναν.

Σιγά σιγά, πέρασαν όλοι την πύλη κι άρχισαν να βολεύονται. Δεν υπήρχε κάτι που να μην τους αρέσει σ' αυτά που έβλεπαν.

Κάποιοι συζητούσαν με τον οδηγό. "Λοιπόν; Πώς σας φαίνεται; Θα μείνετε;" ρώτησε. "Μακρύς και κουραστικός ο δρόμος, αλλά άξιζε τον κόπο, ε;" χαμογέλασε.

"Είναι σχεδόν όπως το ονειρευόμουν" είπε ένας γέροντας. "Μετά από τόσο μακροχρόνια περιπλάνηση, είχα αρχίσει ν' απογοητεύομαι. Σκεφτόμουν πως δε θα προλάβαινα να το βρω σ' αυτή τη ζωή. Και να που είμαι πια εδώ."

"Είναι, πράγματι, υπέροχα." φώναξε κάποιος από μια κοντινή παρέα που άκουσε την συζήτηση. "Κι η πύλη αυτή, να μας προστατεύει, να μη νοιώθουμε φόβο. Αυτό πού το πας; Πανέμορφος τόπος κι ασφαλής. Τι περισσότερο να ζητήσει κανείς;"

Όλοι συμφώνησαν. Και μόνο η πρώτη ματιά ήταν αρκετή για να το αποφασίσουν. Θα έμεναν οπωσδήποτε εδώ.

"Ναι, η πύλη..." είπε ο οδηγός "υπάρχει κάτι που πρέπει να μάθετε γι' αυτήν." αυτή τη φορά πιο χαμηλόφωνα. Η προσοχή όσων κάθονταν κοντά, στράφηκε πάνω του.

"Τι είναι αυτό που πρέπει να μάθουμε;" ρώτησε ο γέροντας.

"Η πύλη αυτή, θα κλείσει όταν φύγω και θα ξανανοίξει μόνο για να φύγετε όλοι όσοι ήρθατε. Κι εγώ δεν θα είμαι εδώ να σας οδηγώ." απάντησε ο οδηγός. "Στο μεταξύ, δεν μπορεί να μπει ή να βγει κανείς."

Ο γέροντας ξαφνιάστηκε δυσάρεστα. "Μα είμαστε τόσοι άνθρωποι. Αν κάποιος θελήσει κάτι; Αν χρειαστούμε κάτι που δεν υπάρχει εδώ;"

"Μα τι να χρειαστείτε; Εδώ θα καλυφθούν όλες οι ανάγκες σας. Δεν νομίζω να μην βρείτε κάτι" είπε ο οδηγός.

Ο γέροντας, όμως, επέμεινε. "Μα είμαστε πολλοί, μικροί, μεγάλοι κι οι ανάγκες μας τόσο πολλές και διαφορετικές. Πώς μπορεί κανείς να είναι σίγουρος πως δεν θα χρειαστεί κάτι που δεν μπορεί να βρει εδώ;

Μαζί του άρχισαν κι άλλοι να δυσανασχετούν. Ηταν, βέβαια, υπέροχα, αλλά δεν είχαν παρά μόνο μια πρώτη εικόνα αυτού του τόπου. Πώς να βεβαιωθούν ότι θα έβρισκαν πάντα αυτό που ήθελαν, χωρίς να χρειαστεί ν' ανοίξει η πύλη;

Ο οδηγός ήταν σαφής. "Δυστυχώς, θα μπορείτε να έχετε μόνο ό,τι υπάρχει εδώ. Αν θελήσετε κάτι άλλο, θα πρέπει να κάνετε χωρίς αυτό ή να φύγετε οριστικά. Πρέπει όμως να σας πω πως δεν έχετε πολύ χρόνο. Με τη δύση του ηλίου θα φύγω κι η πόρτα θα κλείσει πίσω μου. Ως τότε φροντίστε να έχετε αποφασίσει τι θα κάνετε" είπε και απομακρύνθηκε αφήνοντάς τους μπερδεμένους...

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2009

... άλλη μια βόλτα στη βροχή



Παιδάκι ακόμα, με λαχτάρα παρακαλούσα τους γονείς μου να βγούμε έξω όταν έβρεχε και, Θεέ μου, πόση λύπη μου έφερνε το "όχι" τους με το γνωστό κήρυγμα "Μα είναι δυνατόν; Θα βραχούν τα ρούχα σου, θα κρυώσεις και πώς θα πας σχολείο μετά; Μα γιατί επιμένεις; Θέλεις ν' αρρωστήσεις; Δεν είναι άσχημο να είσαι άρρωστη; Πώς θα παίζεις με τις φίλες σου;". Μου βάραινε η ψυχή κι αναγκαζόμουν ν' αρκεστώ στο να κολλήσω το πρόσωπό μου στο τζάμι και να κοιτάζω έξω μέχρι να σταματήσει.

Όταν μεγάλωσα αρκετά, ώστε να μη χρειάζομαι άδεια, περπάτησα πολλά χιλιόμετρα στη βροχή.

Αργότερα μεγάλωσα ακόμα περισσότερο, έκανα κι εγώ παιδιά κι έπιασα την ομπρέλα, διότι η βροχή έγινε ξανά "αιτία ασθενείας".

Σήμερα έβρεξε κι ο μικρός μου γιος μου είπε πόσο θα του άρεσε να περπατούσαμε στη βροχή. Του χάιδεψα το κεφαλάκι, χωρίς να πω τίποτα. Δεν έδωσα μεγάλη σημασία, για να είμαι ειλικρινής. Μα, όταν κι ο μεγάλος μου γύρισε απ' το σχολείο μούσκεμα και μου είπε "Μαμά, μη μου θυμώσεις, που ενώ όλα τα παιδιά έβαλαν τα μπουφάν και τις κουκούλες τους όταν σχολάσαμε, εγώ το έβγαλα, για να νοιώσω πάνω μου τη βροχή", τότε θυμήθηκα.

Πότε το έχασα; Γιατί; Το έχασα αλήθεια ή απλά γίνομαι...οι γονείς μου;

Την επόμενη φορά που θα βρέξει, θα πάρω τα παιδιά μου και θα περπατήσουμε, χωρίς ομπρέλα, μέχρι το νερό να ποτίσει και τα κόκκαλά μας! Γιατί, αλήθεια, δεν μπορώ να σκεφτώ και πολλά πράγματα σ' αυτή τη ζωή, που είναι πιο ευχάριστα από μια βόλτα στη βροχή...

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2009

Σημάδια



Άνοιξε τα μάτια και κοίταξε γ
ύρω στο μισοσκόταδο. Παντού σημάδια του πάθους. Τα ρούχα της πεταμένα στο πάτωμα, το ίδιο και το πάπλωμα, τα σεντόνια τσαλακωμένα και υγρά ακόμα απ' τον ιδρώτα τους. Η μυρωδιά του πλημμύριζε το δωμάτιο. Στο χαλί σταγόνες απ' το κρασί που δεν πρόλαβαν να γευτούν. Στο τασάκι καιγόταν ακόμα το τσιγάρο του. Όλα ήταν όπως τ' άφησε φεύγοντας. Πήρε το ένα ποτήρι και το έφερε στα χείλη. Ρούφηξε μια γουλιά και την κατάπιε αργά. Παρατήρησε το πρόσωπο που καθρεφτιζόταν στο γυαλί. Ναι, ήταν η ίδια γυναίκα. Εκείνη που, τότε, στην κρύα νύχτα, περπατούσε ευτυχισμένη πλάι του, κρατώντας του σφιχτά το χέρι...




Έτσι ξεκίνησαν όλα. Σ' ένα γωνιακό τραπεζάκι. Έδωσαν την παραγγελία τους κι έμειναν να χαϊδεύονται με τα βλέμματα. Όλος ο κόσμος ήταν εκείνη η γωνιά, τυλιγμένη στη ζεστασιά που ξεχείλιζε απ' τα μάτια τους. Δεν έμειναν πολύ. Άδειασαν γρήγορα τα ποτήρια τους και σηκώθηκαν. Περπάτησαν χέρι χέρι, ως τ' αυτοκίνητο. Έσκυψε και της ακούμπησε ένα απαλό φιλί στο στόμα. Ένα φιλί γεμάτο υποσχέσεις. Έκρυψαν τον πολύτιμο έρωτά τους, κάτω από απαλό βαμβάκι. Το άγγιγμά του τρυφερό, η φωνή του βελούδινη, τα μάτια του να καίνε. Τον κοίταζε κι ο χρόνος σταματούσε. Ένοιωθε την ανάσα του και ο χώρος γέμιζε χρώματα. Τον άγγιζε κι η καρδιά της έχανε έναν χτύπο.


Κι οι μέρες κυλούσαν γεμάτες ανέμελα γέλια, τρυφερά χάδια, υγρά φιλιά, καυτές αγκαλιές. Ήταν μόνο οι δυο τους στο σύμπαν. Η ζωή, άρχιζε και τελείωνε τις ώρες που μπορούσαν να γεύονται ο ένας τον άλλον. Υπήρξαν και προβλήματα, μα δεν ήταν ικανά να τους απομακρύνουν. Κανείς και τίποτα δεν έδειχνε να μπορεί να χωρέσει ανάμεσά τους... Πόσοι αιώνες είχαν περάσει από τότε;


Προσπάθησε να φέρει μπροστά της το πρόσωπό του. Να σχηματίσει τα χείλη του, την καμπύλη των φρυδιών του, κάθε μικρή ρυτίδα στις άκρες των ματιών του, μα δυσκολεύτηκε. Της πήρε πολύ χρόνο, για ν' ανακαλύψει τελικά, πως αρκετές λεπτομέρειες δεν υπήρχαν στη μνήμη της. Γέλασε. Δεν είχε ποτέ σκεφτεί να τον παρατηρήσει με τόση προσοχή, ίσως γιατί δεν είχε ποτέ σκεφτεί τη στιγμή που δε θα τον είχε πια κοντά της.


Ένας θόρυβος τάραξε τη σιωπή κι η οθόνη του κινητού της άναψε. Είχε μήνυμα. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, το πήρε στο χέρι της και πάτησε το πλήκτρο της ανάγνωσης. Κάποιος φίλος την ρωτούσε πού είχε χαθεί. Το άφησε δίπλα της χωρίς ν' απαντήσει. Είχε πραγματικά ελπίσει πως θα ήταν εκείνος; ρώτησε σιωπηρά τον εαυτό της. Όχι, έδωσε την απάντηση. Ήξερε πως θα επικοινωνούσε μαζί της, μα όχι τόσο σύντομα. Όπως ήξερε και τι να περιμένει όταν θα το έκανε. Μια επικοινωνία ψυχρή, τυπική, χωρίς ίχνος συναισθήματος. Τίποτα να θυμίζει τις στιγμές που είχαν περάσει αγκαλιά.


Έτσι γινόταν πάντα. Θυμήθηκε τον πανικό που της δημιουργούσε τις πρώτες φορές που το είδε να συμβαίνει. Αργότερα το συνήθισε. Έμαθε να τον περιμένει υπομονετικά. Δεν σταμάτησε, όμως, ποτέ να την πειράζει. Όσο περνούσε ο καιρός, όλο και περισσότερο. Πόσες φορές του το είχε πει, μα δεν άλλαξε τίποτα. Κάθε φορά το ίδιο, ίσως και πιο έντονα. Κάθε φορά πιο μακριά.


Άναψε τσιγάρο και σκέφτηκε το τελευταίο που είχαν μοιραστεί. Ίσως ήταν και το μοναδικό, δεν μπορούσε να θυμηθεί. Ήπιε ακόμα μια γερή γουλιά κρασί, παράτησε το τσιγάρο στο τασάκι, πλάι στο δικό του που είχε πια σβήσει, ντύθηκε και βγήκε. Ο δροσερός αέρας κι ο θόρυβος την έφεραν για λίγο στο παρόν. Κοιτούσε τ' αυτοκίνητα και προσπαθούσε να μαντέψει πού πήγαιναν και τι ιστορίες κουβαλούσαν οι επιβάτες τους. Ένα παιχνίδι που έπαιζε χρόνια με τον εαυτό της, όταν βαριόταν τις αναμονές στα φανάρια. Άνοιξε το ραδιόφωνο κι άρχισε να σιγοτραγουδά. Τραγούδι θλιμμένο, γι' αγάπες χαμένες, για νοσταλγία, για πόνο. Δεν ένοιωθε τίποτα απ' αυτά. Μόνο ηρεμία.




Τα φώτα της πόλης περνούσαν γρήγορα από μπροστά της αραιώνοντας όσο απομακρυνόταν. Η νύχτα είχε σκεπάσει τα πάντα. Της άρεσαν αυτές οι χωρίς προορισμό μεγάλες βόλτες. Αν και πάντα ήξερε που θα κατέληγαν. Πάντα. Εκεί που γαλήνευε απόλυτα. Στο νερό που τόσο την σαγήνευε. Την μάγευε η θάλασσα. Η αρμύρα της, η μυρωδιά της, οι ήχοι της.




Άφησε το αυτοκίνητο και προχώρησε, σχεδόν στα τυφλά. Βρήκε ένα βολικό σημείο στα βράχια, πολύ κοντά στο νερό και κάθισε. Γρήγορα το κρύο έγινε έντονο. Τυλίχτηκε με το χοντρό μπουφάν κι έκλεισε τα μάτια. Θυμήθηκε την τελευταία φορά που είχε κάνει το ίδιο. Πόσο φοβισμένη και μόνη ένοιωθε. Νύχτα και τότε, σε άγρια, αγαπημένη θάλασσα, κάπου μακρυά.



Τώρα όμως ήταν διαφορετικά. Τώρα ήταν ήρεμη. Σίγουρη. Δεν είχε τίποτα να φοβάται. Απολάμβανε τις μικροσκοπικές σταγόνες που έφερνε ο αέρας στο πρόσωπό της. Τα ίχνη της ανάσας της, ανακατεμένα με τον καπνό του τσιγάρου, εξαφανίζονταν γρήγορα από μπροστά της. Τα δάχτυλά της είχαν παγώσει και πονούσαν, αλλά δεν την ένοιαζε. Ένοιωθε τόσο όμορφα να είναι εδώ, που τίποτα δεν την ένοιαζε. Έμεινε πολλή ώρα. Πήρε μέσα της με μεγάλες ανάσες τη θαλασσινή αύρα, κράτησε τους ήχους στο μυαλό της, για να την νανουρίσουν αργότερα. Κάποια στιγμή, τρέμοντας πια απ' το κρύο, περπάτησε ως το αυτοκίνητο, μπήκε μέσα, άναψε τους προβολείς κι έμεινε λίγα λεπτά ακόμα να κοιτάζει το νερό, προσπαθώντας να το χορτάσει. Κάτι που ποτέ δεν θα κατάφερνε.


Ξεκίνησε αργά να επιστρέφει. Με τη μουσική δυνατά και την ψυχή της γαληνεμένη. Τα φώτα και τ' αυτοκίνητα όλο και πλήθαιναν. Δεν ασχολήθηκε με τους επιβάτες τους. Δεν την ενδιέφερε πια πού πήγαιναν. Ήξερε πού πήγαινε η ίδια κι αυτό της έφτανε. Είχε βρει τις απαντήσεις που ζητούσε.



Έφτασε στο σπίτι, κλείδωσε, έβγαλε το μπουφάν και τις μπότες της και στάθηκε στην πόρτα του δωματίου για λίγο. Αποφασιστικά άναψε το φως, προχώρησε, πήρε το τασάκι και τα ποτήρια, τα άδειασε, τα έπλυνε και τα άφησε να στεγνώσουν. Γύρισε στο δωμάτιο, σήκωσε τα σεντόνια και τα ρούχα απ' το πάτωμα και τα έβαλε στο πλυντήριο. Έστρωσε το κρεββάτι με χαρούμενα χρώματα κι άπλωσε πάνω το παχύ πάπλωμα. Τακτοποίησε τα ρούχα της, έβαλε τις πυτζάμες της, το κινητό της στον φορτιστή κι η ματιά της έπεσε στο χαλί. Κοίταξε τις σταγόνες για δυο-τρία δευτερόλεπτα και χαμογέλασε. Αποφάσισε να μην τις καθαρίσει. Ας έμενε και κάτι να θυμίζει το πάθος που τόσο έντονο πέρασε απ' τη ζωή της. Ξάπλωσε, έσβησε το φως και βυθίστηκε σ' έναν γλυκό ύπνο.

Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2009

Χειμώνιασε




Νιφάδες έπεφταν βαριές απ' τον ουρανό.

Ο βοριάς σάρωνε τα πάντα στο πέρασμά του.

Έπεφταν αγγίζοντας φευγαλέα που και που η μια την άλλη.

Στριφογύριζαν σαν σε λούνα παρκ.

Κοιτούσαν κάτω, χαμηλά, τη μαύρη αγριεμένη θάλασσα.

Ύστερα έριχναν κλεφτές ματιές μεταξύ τους.

Δεν ήθελαν να παραδεχτούν τον φόβο τους.

Τον φόβο πως αυτή η κυμμάτινη μάζα θα τις κατάπινε.

Δεν θα 'μενε ούτε ίχνος της τόσο σύντομης ύπαρξής τους.

Είχαν ξεκινήσει γελώντας το ταξίδι τους.

Δεν είχαν ταξιδέψει ποτέ πριν.

Μιλούσαν, μα ο ήχος τους χανόταν με τον άνεμο.

Τα κύμματα έμοιαζαν όλο και μεγαλύτερα.

Ο φόβος τις κύκλωνε χωρίς ν΄αφήνει ελπίδα.

Ο αδηφάγος ωκεανός όλο και πλησίαζε...

Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2009

Δρόμος


Zωή η φωνή
θάνατος οι λέξεις

σκοτώνουν κάποτε
γεννούν ξανά

σβήνουν τις μνήμες
τα χείλη δροσιά

έρημος τα μάτια
το δάκρυ όαση

δρόμος οι μέρες...

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2009

Τέλος εποχής



Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2009

Απορίες

Απορία νο 1. Πόσο αγνό μπορεί να είναι ένα συναίσθημα, όταν πληγώνει;

Απορία νο 2. Πόσο δικαιολογημένο είναι, να αφήνουμε να πληγώνονται άνθρωποι στο όνομα κάποιου τέτοιου συναισθήματος;

Απορία νο 3. Θεωρείται ανθρώπινο ή απάνθρωπο το να επιλέγεις να μην πληγωθείς εσύ, αν αυτό σημαίνει πως κάποιοι άλλοι θα βρεθούν σ' αυτή τη θέση;

Απορία νο 4. Πώς βρίσκεις κουράγιο να επιλέξεις το ένα ή το άλλο;

Απορία νο 5. Πού βρίσκονται οι απαντήσεις;

Γαμώτο!

Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2009

Ούυυυ σιξ χάντρεντ σιξ σιξ σιξ!



Είχα ένα κατοικίδιο. Απέκτησα κι άλλο ένα. Τουλάχιστον έτσι νόμιζα.

Ενα μικρό, ήρεμο γατάκι, αυτό μάζεψα. Πότε και πώς μεταμορφώθηκε σε τετράποδο δαίμονα, δεν κατάλαβα.

Την πρώτη μέρα, την πέρασε κουλουριασμένο πάνω στον καναπέ, γουργουρίζοντας ευχαριστημένο. Την δεύτερη, άρχισε δειλά δειλά, να εξερευνά τον χώρο γύρω του κι ανακάλυψε πρώτα απ' όλα, την ουρά του. Δεν πρέπει να χάρηκε και πολύ, αν κρίνω απ' τις απεγνωσμένες προσπάθειές του να την ξεφορτωθεί.

Το κακό είναι πως την ίδια ακριβώς διάθεση δείχνει για ό,τι συναντά στον δρόμο του. Μολύβια, κρόσια, παντόφλες, κουρτίνες, καλώδια, σεντόνια, μ' όλα τα βάζει.

Οκ, σκέφτηκα αρχικά, τώρα τ' ανακαλύπτει, θα τα βαρεθεί αύριο μεθαύριο, θα ηρεμήσει. Αμ, δε! Κάθε μέρα ανακαλύπτει και νέους εχθρούς/παιχνίδια, εκεί που δεν πάει το μυαλό σου. Ακόμα και με τις πόρτες τα βάζει. Γέρνει ο αέρας την πόρτα, παίρνει αυτό στάση επίθεσης και μόλις ακινητοποιηθεί η πόρτα, δίνει ένα σάλτο και σκάει με τα μούτρα πάνω της. Τόσο βλαμμένο!

Χτες, μπαίνοντας σπίτι, κάποιος μου επιτέθηκε πισώπλατα. Δεν ήταν άλλος απ' το τέρας που προφανώς θεώρησε το κέντημα στην κωλότσεπη του τζιν μου, ανεπιθύμητο εισβολέα που όφειλε να κατατροπώσει. Κι ο ύπνος μας είναι πλέον μαρτυρικός, διότι ό,τι περισσεύει απ' τον κορμό (βλ. πόδια, χέρια, μύτη, αυτιά, μαλλιά) είναι ωραιότατος εχθρός/παιχνίδι.

Τις τελευταίες 3 μέρες, απολαμβάνουμε τους ομηρικούς καβγάδες μεταξύ του τέρατος και της Λουκρητίας (η μεγάλη), την οποία, 4 χρόνια τώρα, θεωρούσαμε ανίκανη να θυμώσει. Την κυνηγά παντού, πηδάει πάνω της την ώρα που εκείνη περπατάει αμέριμνη, δαγκώνει την ουρά της, σηκώνεται στα 2 πόδια και της χορεύει τον χορό της κοιλιάς, κάνει ό,τι μπορει για να την προκαλέσει κι έτσι, η καλή μου, κυκλοφορεί μονίμως φουντωμένη σαν ραδίκι και γρυλίζοντας.

Για να δούμε πως θα πάει η συγκατοίκηση...

(Η φωτογραφία είναι μιας απ' τις ελάχιστες στιγμές που κατάφεραν να βρίσκονται σε απόσταση μικρότερη του ενός μέτρου και να μην τσακώνονται.)

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2009

Αναρωτιέμαι


Τι σημαίνει όταν κάποιος σου λέει "σ' αγαπώ", "σε νοιάζομαι" και "είμαστε μαζί"; Τι περιμένεις όταν ακούς αυτές τις λέξεις από κάποιον που σ' έχει κάνει να νοιώθεις, ας πούμε, άσχημα; Οι σχέσεις αγάπης, είναι μόνο για τις ηλιόλουστες μέρες; Τις μέρες με συννεφιά, πρέπει να τις περνάς μόνος σου; Κι αν ναι, τότε τι νόημα έχουν οι λέξεις;

Τι σημαίνει "μαζί"; Είναι το εύκολο "μαζί"... κι είναι και το άλλο, το "μαζί" που όχι μόνο λέγεται, αλλά το νοιώθεις, το βλέπεις στα μάτια, στα δάχτυλα, στα χείλη.

Το πρώτο "μαζί" είναι όντως εύκολο. Μαζί στη χαρά, μαζί στη διασκέδαση, μαζί στις πλάκες, μαζί στα γέλια. Και τι γίνεται όταν δεν έχεις χαρά, όταν δε μπορείς να διασκεδάσεις, να κάνεις πλάκα, να γελάσεις; Τότε στο "μαζί" μπαίνει παρένθεση. Αυτές τις στιγμές, ώρες, μέρες, τις περνάς μόνος, με κάποιον κάπου εκεί γύρω, απλά να σου λέει πως είναι "μαζί" σου, χωρίς όμως να μοιράζεται αυτό που έχεις μέσα σου. Αυτό το "μαζί", το έχω μ' όλο τον κόσμο. Όλη μου τη ζωή το 'χω. Εγώ ενδιαφέρομαι για το άλλο "μαζί". Εκείνο το "μαζί" που δε σου αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης.

Εκείνο το "μαζί" έχει σημασία για μένα. Το "μαζί" που δεν βάζει σε παρενθέσεις τις δυσκολίες. Το "μαζί" που πρέπει να το έχεις μέσα σου για να μπορείς να κάνεις τον άλλον να το νοιώσει. Το "μαζί" που είναι πολύ πιο πέρα απ' τις λέξεις. Το "μαζί" που κάνει πόνο σου τον πόνο του άλλου. Το "μαζί" αυτό, δεν χρειάζεται καν να ειπωθεί. Είναι στην ατμόσφαιρα, είναι στο κορμί, στην ψυχή, είναι παντού.

Αυτό είναι το "μαζί" του "σ' αγαπώ" και του "σε νοιάζομαι"...αυτό είναι το "μαζί" που θέλω να νοιώσω, μα δεν μπορώ. Μάλλον γιατί δεν είναι εκεί...

Παρασκευή 13 Μαρτίου 2009

Έλεγχος


Τ' αποφάσισα! Παίρνω στα χέρια μου τον απόλυτο έλεγχο της ζωής μου. Θα την κάνω ακριβώς όπως θέλω, στην παραμικρή της λεπτομέρεια. Βέβαια είναι κάποιοι (λίγοι) παράγοντες που δεν βοηθούν ιδιαίτερα, όπως κάποιοι άνθρωποι με έντονο αρνητισμό ή η περί τα μεταθανάτια γραφειοκρατεία, με την οποία έχω πάρε-δώσε αυτές τις μέρες, αλλά παλεύονται.

Ήδη τα πρώτα θετικά δείγματα είναι εμφανή στην καθημερινότητά μου. Κοιμάμαι και ξυπνάω καλά. Η διάθεσή μου διατηρείται σε επίπεδα άνω του μετρίου τις περισσότερες ώρες της ημέρας, σκέφτομαι και κάνω μόνο πράγματα που μπορούν να την ανεβάσουν ακόμα περισσότερο. Κάνω πολλή δουλειά, προκειμένου να εξαφανίσω και το παραμικρό ίχνος μιζέριας απ' τη ζωή μου και δε θ' αφήσω κανέναν και τίποτα να μου το χαλάσει.

Είμαστε όλοι φωτεινά πλάσματα, όμως η κοινωνία γύρω μας, οι πεποιθήσεις με τις οποίες μεγαλώσαμε, προσπαθούν να μας το κρύψουν. Προσπαθούν να μας κάνουν να πιστέψουμε πως η ζωή μας, η πορεία μας, εξαρτάται κατά πολύ μεγάλο μέρος από εξωγενείς παράγοντες. Πως το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον, πως υπάρχουν καλές και κακές δυνάμεις που μάχονται γύρω και μέσα μας και τις οποίες δεν μπορούμε να ελέγξουμε.

Κι όμως! Δεν υπάρχει κάτι που δεν μπορούμε να ελέγξουμε. Η πορεία κι η ποιότητα της ζωής μας είναι αποκλειστικά δικής μας επιλογής, αρκεί να ξέρουμε τον τρόπο. Να συμβουλευόμαστε τον καλύτερο οδηγό που όλοι έχουμε κι είναι τα συναισθήματά μας. Αυτός και μόνο μπορεί να μας δείξει, με απόλυτη ακρίβεια, το τι πορεία ακολουθούμε.

Τί μεγάλο δώρο η δύναμη της επιλογής!!

Δευτέρα 9 Μαρτίου 2009

Οριστικά!

Χαοτικοί άνθρωποι, με χαοτικές σκέψεις, χωρίς αρχή, μέση, τέλος, χωρίς οποιονδήποτε ειρμό. Άνθρωποι, που αρέσκονται στο να δημιουργούν το χάος γύρω τους, να φέρνουν εαυτούς και άλλους σε εξαιρετικά δύσκολες θέσεις και που -όσο τρελλό κι αν ακούγεται- δυσαρεστούνται όταν δεν επιβραβεύονται γι' αυτό. Κι άλλοι, που πιστεύουν πως με το να βοηθούν τους πρώτους στη δημιουργία του χάους, έστω κι αν δεν είναι προς όφελός τους, αποκτούν τον έλεγχό του. Εθελοτυφλούν. Ποιος μπόρεσε ποτέ να ελέγξει το χάος;;

Ο παραλογισμός σ' όλο του το μεγαλείο. Πόσοι μπορούν να τον ζουν για πολύ; Εγώ, πάντως, όχι. Το δοκίμασα κι αναγκάστηκα, παρόλο που το απεχθάνομαι, να χαϊδέψω αυτιά και να κάνω πως αντιλαμβάνομαι τις κινήσεις απόγνωσης και τακτικής ως μεγαλοψυχία, αφού αυτό ήθελαν να πιστέψω. Εξάλλου ήταν ζήτημα χρόνου το να φανεί τί πραγματικά ήταν και φάνηκε ξεκάθαρα και μάλιστα πιο σύντομα απ' ό,τι περίμενα. Φυσικά δεν το κατηγορώ. Το κατανοώ. Ο άνθρωπος, στην απελπισία του, πιάνεται απ' ο,τιδήποτε, προκειμένου να νοιώσει πως μπορεί να κινεί έστω κι ένα απ' τα νήματα.


Κάποιοι, λανθασμένα, συγχέουν το δικαίωμά τους να ζητούν, με υποχρέωση των άλλων να τους προσφέρουν. Η συγχώρεση ή η εμπιστοσύνη δεν είναι κάτι που παίρνει κανείς επειδή απλά το ζητά ή βάζει άλλους να το ζητήσουν για αυτόν. Κι αν δεν είναι ικανοί με τις συμπεριφορές τους να δημιουργήσουν την καλή εικόνα που θέλουν, για τον εαυτό τους, αδίκως το προσπαθούν με τα λόγια. Όλοι, ανεξαιρέτως, κρινόμαστε απ' τις επιλογές και τις πράξεις μας και κερδίζουμε ή χάνουμε, ανάλογα μ' αυτές.


Είναι, ομολογουμένως, ενοχλητικό το να βρίσκομαι αντιμέτωπη με ανθρώπους και καταστάσεις, δυσάρεστες για όλους, που ποτέ δε θέλησα και που κάποιος άλλος επέλεξε για μένα, επειδή πίστεψε πως έτσι κάτι θα κέρδιζε. Ειδικά όταν εγώ φρόντιζα πάντα να διασφαλίζω την απόσταση και την ηρεμία, ακριβώς επειδή είναι πασιφανές πως ποτέ, τίποτα καλό δεν βγαίνει από τέτοιες αντιπαραθέσεις. Δεν πειράζει όμως, για μένα τελείωσε. Για αυτούς που μένουν και περιμένουν, είναι δύσκολο.


Ενημερωτικά αναφέρω πως, για το αν είμαι καλή ή κακιά, για το πως σκέφτομαι, τι νοιώθω, τι βλέπω, για το τι έχω μέσα μου ή τι απόχρωση έχει η αύρα μου, μπορεί ο οποιοσδήποτε να έχει γνώμη, μ' αφορούν όμως μόνο αυτές των ανθρώπων που επιλέγω να έχω πλάι μου. Των άλλων οι γνώμες, θετικές ή αρνητικές, μ' αφήνουν παγερά αδιάφορη.

Τέλος, παρακαλώ αυτόν που με ενέπλεξε σ' όλα αυτά, όχι να προσπαθήσει, αλλά να μείνει για πάντα μακριά μου, ο ίδιος και οι άνθρωποι του περιβάλλοντός του. Μου έγιναν φορτικοί.

Δεν εύχομαι κακό για κανέναν, μα πλέον δε μ' αγγίζει τίποτα.

Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2009

Στο καλό

Ήρθε η ώρα να μας αφήσεις, λατρεμένε μου.

Μισή είμαι χωρίς εσένα. Το ξέρεις.

Ήταν ήσυχα, γαλήνια. Εγώ κι εσύ ήμαστε οι μόνοι που δεν κλάψαμε.

Συγγνώμη που λύγισα όταν είδα να σε παίρνουν μακριά. Δεν άντεξα, πήραν μακριά τον μισό μου εαυτό.

Τόσο όμορφα ν' αγγίζω το πρόσωπό μου στο δικό σου και να σου κρατώ το χέρι μέχρι την τελευταία ανάσα.

Ησύχασες. Ξεκουράστηκες. Με χαμόγελο σε ξεπροβόδισα κι έτσι θα προσπαθήσω να είμαι κι όταν ξαπλώσεις στην αιώνια κλίνη σου.

Στο είπα πάμπολλες φορές και θα στο πω άλλες τόσες. Σ' αγαπώ, πατέρα μου. Πάντα θα σ' αγαπώ και πάντα θα σ' έχω μαζί μου, μέσα μου, γύρω μου.

Να είσαι καλά. Θα είσαι καλά. Είσαι καλά πια. Κι αυτό με κάνει ευτυχισμένη.

Όταν κοιτάζω στον ουρανό, θα βλέπω το πρόσωπό σου. Ρίχνε κι εσύ καμιά ματιά εδώ κάτω.

Σε λατρεύω μπαμπά.

Καλό σου ταξίδι και καλή αντάμωση...

Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2009

Κενό


Δεν μπορούσα να φανταστώ πόσο τραγικά επώδυνη είναι αυτή η αναμονή...

Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2009

Mια ιστορία (συνέχεια 10)


Εκείνος ένοιωθε να στριμώχνεται. Την ήθελε, αλλά δεν του ήταν εύκολο να βγάλει απ' τη μέση το μεγαλύτερο εμπόδιο ανάμεσά τους. Ήταν και πρακτικό το ζήτημα. Το παιχνίδι του, ήταν πολύ δύσκολο να εξαφανιστεί. Της ζητούσε κατανόηση. Κατανόηση που δεν σκέφτηκε όταν έπρεπε, που την έφερε σ' αυτή τη θέση, που δεν μπορούσε να κάνει κάτι τώρα πια. Περίμενε να βρει; Ήταν ανοησία να ζητά κατανόηση απ' τον άνθρωπο ο οποίος υφίστατο όλα αυτά, χωρίς να φταίει. Ήταν ανοησία να ζητά κατανόηση για το ότι προτίμησε να την πληγώσει και να καλοπεράσει, αντί να την υπολογίσει και να φερθεί ώριμα. Ήταν ανοησία να ζητά κατανόηση από κείνη για τα προβλήματα που της δημιούργησε, επειδή αυτός ενδιαφερόταν μόνο για τον εαυτό του. Δε θα έβρισκε. Εκείνος δημιούργησε όλη την κατάσταση, εκείνος όφειλε να βρει τη λύση.

Την έβλεπε ακόμα εκεί, έβλεπε όμως, πως την έχανε. Ξεγελούσε τον εαυτό του, πιστεύοντας πως την έχανε επειδή κάποιοι άλλοι την διεκδικούσαν κι όχι επειδή ο ίδιος είχε δημιουργήσει την χειρότερη δυνατή κατάσταση. Για άλλη μια φορά έκρινε εξ' ιδίων, γι' αυτό κι έδινε μεγαλύτερη βάση σε τρίτους, παρότι η ίδια του είχε καταστήσει σαφές, με λόγια και πράξεις, πως μόνο από εκείνον εξαρτάτο η πορεία των πραγμάτων. Μέχρι, να της πει να δώσει κι εκείνη τη μάχη της για να τον κρατήσει, έφτασε. Τότε, εκείνη, δεν μπόρεσε παρά να τον ρωτήσει, τί ήταν αυτό που της προσέφερε και για το οποίο άξιζε να δώσει την οποιαδήποτε μάχη; Η ανύπαρκτη ειλικρίνεια; Ο έρωτας που τον έσπρωξε σε κάποια άλλη; Η αγάπη που δεν έβλεπε; Η εμπιστοσύνη που δεν είχε; Το παιχνίδι του να είναι εκεί; Τί;

Εκείνος θεωρούσε πως είχε να δώσει μάχη ενάντια σ' όσους την πολιορκούσαν. Έβλεπε αντιπάλους εκεί που δεν υπήρχαν κι αγνοούσε τον πραγματικό εχθρό του, που ήταν ο ίδιος κι όσα της είχε κάνει. Και δεν είχε λύση, για το πιο μεγάλο, πρακτικά, πρόβλημα. Την καθημερινή παρουσία του παιχνιδιού του στον χώρο του. Κάτι που εκείνη, ήταν αδύνατον ν' αντέξει. Είχε περάσει πολλά εξ' αιτίας του, του είχε συγχωρήσει πολλά, είχε κάνει πολλή υπομονή, είχε πνίξει τον εγωισμό, την περηφάνειά της, είχε δείξει ανοχή σε πράγματα που ούτε το φανταζόταν πως θα συναντούσε ποτέ, ένοιωθε πως είχε μηδενίσει τελείως πια τον εαυτό της. Τον είχε εξαφανίσει. Όλα τα μπόρεσε. Αυτό όμως, ήταν πολύ πέραν των αντοχών της. Ήξερε πως εκείνος δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι' αυτό. Το ήξερε, μα δεν άλλαζε τίποτα. Δεν μπορούσε να τον εμπιστευτεί. Δεν μπορούσε να ζει αυτό το μαρτύριο καθημερινά. Της ήταν αδύνατον. Πονούσε αφόρητα, μα έπρεπε να το τελειώσει. Εκείνη την ώρα.

Την ώρα που χρειαζόταν όση περισσότερη στήριξη μπορούσε να της δοθεί απ' οπουδήποτε. Την ώρα, λίγο πριν το σκληρότερο ταξίδι που θα έπρεπε να κάνει. Την ώρα, λίγο πριν την αιώνια καληνύχτα. Την ώρα, λίγο πριν η καρδιά της σκιστεί σε χίλια κομμάτια. Εκείνη τη μέρα, έκλαψε τόσο πολύ, μετά από χρόνια. Άφησε όλα αυτά που κρατούσε μέσα της τόσον καιρό, να βγουν πια στην επιφάνεια. Ήθελε ν' αδειάσει. Το είχε ανάγκη όσο τίποτα. Κι ο πόνος της έγινε δάκρυα. Ατέλειωτα δάκρυα. Την τρόμαζε η φωνή της. Ένοιωθε τους λυγμούς να ταράζουν μέχρι και το τελευταίο κύτταρο του κορμιού της. Μα δεν ένοιωθε ν' αλαφραίνει. Μόνο εκείνο το σφίξιμο στο στήθος, πιο έντονο. Δεν μπορούσε ν' ανασάνει. Δεν ήθελε ν' ανασάνει. Ήθελε ν' αδειάσει. Ν' ανακουφιστεί, έστω λίγο. Έκλαιγε για ώρες, δεν ήξερε πόσες. Όταν κοίταξε έξω, είχε πια νυχτώσει. Δεν ένοιωθε ανακούφιση. Κενό. Μόνο κενό.

Τα πράγματα είχαν αρχίσει, καιρό πριν, να παίρνουν τον δρόμο τους. Είχε πια φτάσει στο τέλος του; Το συζήτησαν. Κάποιες στιγμές ψύχραιμα, κάποιες όχι. Τι θ' ακολουθούσε; Μια κουβέντα που έμεινε μισή. Μια σχέση που έμεινε μισή. Μια αγάπη που έμεινε μισή...

ίσως συνεχίζεται...

Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2009

Μια ιστορία (συνέχεια 9)


Το έβλεπε κι εκείνος. Όσο περνούσαν οι μέρες, με όλο και λιγότερες αμφιβολίες. Ήταν αδύνατον να μην το δει. Εκείνη τον έβλεπε να μαζεύεται. Δεν ήξερε γιατί. Ίσως ήταν ένας ακόμα τρόπος προσέγγισης ή ίσως είχε αρχίσει να το παίρνει απόφαση. Μάλλον το έπαιρνε απόφαση. Δεν γινόταν αλλιώς. Κάποιος απ' τους δύο έπρεπε να κάνει κάτι κι αφού δεν ήταν εκείνος, ανέλαβε εκείνη την πρωτοβουλία. Όχι συνειδητά. Την έσπρωξε εκεί με τη στάση του. Της μιλούσε ακόμα για έρωτα. Μα τίποτα στη συμπεριφορά του, πέρα απ' τις ενθουσιώδεις αντιδράσεις του στην εικόνα της, δεν τον έδειχνε.

Εκείνη ήταν πια ήρεμη. Είχε χάσει κάθε διάθεση για ατελείωτους διαλόγους χωρίς αρχή και τέλος, κάθε διάθεση για καυγάδες, κάθε διάθεση ακόμα και να αναφέρεται στη στάση του. Δεν ένοιωθε καν την ανάγκη πια να ξεσπάσει. Μάλλον είχε αρχίσει να καταλαγιάζει ο θυμός της, έχοντας πια συνειδητοποιήσει, πως ό,τι κι αν έλεγε, δε θ' άλλαζε τίποτα. Ίσως και ν' ακολουθούσε, εν αγνοία της, κάποιο σχέδιό του. Τον άνθρωπο που γύρισε κοντά της, εξάλλου, δεν τον γνώριζε καθόλου. Δεν μπορούσε να φανταστεί τι είχε στο μυαλό του. Ήξερε όμως, από παλιότερα, πως εκείνος προτιμούσε να την χάσει, παρά να φύγει ο ίδιος. Της το είχε πει κάποτε. Ίσως αυτο να προσπαθούσε να πετύχει τώρα.

Τον αγαπούσε πολύ. Πάρα πολύ. Όμως είχε ανάγκη ν' αγαπηθεί κι εκείνη. Της μιλούσε για έρωτα, γι' αγάπη, για ενδιαφέρον, την συμβούλευε να προστατευτεί απ' τους ξένους κι εκείνος, που την αγαπούσε, ήταν ο μόνος που την πλήγωνε επανηλειμμένα, απ' την αρχή ως το τέλος. Είχε ανάγκη να αγαπηθεί. Πραγματικά, όχι με λέξεις μόνο. Είχε ανάγκη να νοιώθει γύρω της μια προστατευτική αγκαλιά κι όχι γεμάτη αγκάθια. Χρειαζόταν κάποιον που θα νοιαζόταν γι' αυτήν. Γι' αυτήν. Όχι μόνο για το πώς θα πάρει όσα θέλει. Για την ίδια. Για τις ανάγκες της. Κάποιον που θα καθησύχαζε τους φόβους της.

Μιλούσαν, μα χωρίς εντάσεις πια. Εκείνη, ήξερε πως δεν μπορούσε να την νοιώσει. Πέραν πάσης αμφιβολίας το ήξερε. Την πονούσε αφόρητα αυτό. Ποτέ δε θα την ένοιωθε. Κι ήταν κάτι που ποτέ πια δε θα του ζητούσε, ό,τι κι αν τους επεφύλασσε το μέλλον.

συνεχίζεται...

Μια ιστορία (συνέχεια 8)


Προσπαθούσε, συχνά, να θυμηθεί πώς ήταν όταν η φωνή του, το γέλιο του, της προσέφεραν ευτυχία, ζεστασιά, θαλπωρή. Δεν μπορούσε. Προσπαθούσε να θυμηθεί, πώς ήταν όταν τα όνειρά της γέμιζαν απ' την παρουσία του και ξυπνούσε τα πρωινά με χαμόγελο. Δεν μπορούσε. Προσπαθούσε να θυμηθεί, πώς ήταν όταν τα χέρια της ήθελαν μόνο να τον χαιδεύουν κι όχι να τον σπρώξουν μακριά. Δεν μπορούσε. Προσπαθούσε να θυμηθεί, πώς ήταν όταν η αγκαλιά του την έκανε να νοιώθει σιγουριά κι όχι παγωνιά. Δεν μπορούσε. Το παραμύθι τους, είχε από καιρό τελειώσει. Και δεν ήταν απ' αυτά με το ευτυχισμένο τέλος. Ήταν από κείνα που στο τέλος οι πρωταγωνιστές καίγονται. Κι εκείνος είχε πετάξει αναμένο σπίρτο στον κόσμο τους και τον παρακολουθούσε να φλέγεται, χωρίς να κάνει τίποτα. Απλά να είναι εκεί.

Υποτίθεται πως γύρισε για να την ξανακερδίσει, μα το μόνο που κατάφερνε με τη συμπεριφορά του, ήταν να την διώχνει όλο και πιο μακριά. Κάθε μέρα και πιο μακριά. Έλεγε πως θα προσπαθούσε, πως προσπαθεί, μα δεν είχε ιδέα του πόσα και τι χρειαζόταν να κάνει. Νόμιζε πως αρκούσε το να είναι εκεί. Του είχαν χαριστεί από κείνη όλα όσα ήθελε, δεν χρειάστηκε ποτέ να προσπαθήσει για να κερδίσει κάτι, γι' αυτό και τώρα που χρειαζόταν, δεν είχε τον τρόπο. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως το "μέχρι εκεί που μπορώ" - δηλαδή, μέχρι εκεί που με βολεύει - δεν έφτανε. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως θα χρειαζόταν να κάνει θυσίες για να την κερδίσει πίσω. Δεν προτίθετο να θυσιάσει τίποτα, εκτός του να μην εκφράζει με άσχημο τρόπο τη ζήλια του. Αυτό ήταν όλο. Μάλλον περίμενε πως κάποια στιγμή, θα του χαριζόταν μόνη της, για άλλη μια φορά. Πόσο λάθος έκανε...

Εκείνη σ' όλα αυτά, βρήκε τον τρόπο που ζητούσε. Της τον έδειχνε ο ίδιος. Δεν ήταν αναγκαίο να ψάξει, να βρει, να κάνει κάτι. Δούλευε αυτός για κείνη. Το μόνο που χρειαζόταν, ήταν να είναι εκεί. Αυτό μόνο. Όπως εκείνος. Απλά να είναι εκεί. Ήξερε που θα πήγαινε αυτό, αν δεν άλλαζε τη στάση του. Κι οι δύο ήξεραν. Κι ήταν σαφές, πως εκείνος δεν σκόπευε ν' αλλάξει. Έβλεπε τον εαυτό της να ψάχνει κάθε μέρα και λιγότερο. Να εκνευρίζεται κάθε μέρα και λιγότερο. Να ασχολείται κάθε μέρα και λιγότερο. Δεν είχε πια την ανάγκη να του ζητήσει, να επιμείνει, να προσπαθήσει να τον κάνει να καταλάβει. Δεν θα καταλάβαινε. Δεν ήθελε να καταλάβει. Ήταν αποφασισμένος να κάνει τα πράγματα με τον δικό του τρόπο, ο οποίος υποτιμούσε την ίδια και την όποια υποτιθέμενη προσπάθεια σκόπευαν να κάνουν. Εκείνη όμως, είχε ήδη ανεχτεί τόσα που δεν υπήρχε καμία περίπτωση να συζητά, έστω, για μέλλον μεταξύ τους, όσο το παιχνίδι του ήταν ακόμα στο προσκήνιο με οποιονδήποτε τρόπο.

Κι αν εκείνος θεωρούσε πως διατηρώντας το ζωντανό, αφήνοντάς το να διεκδικεί, σεβόταν τα συναισθήματα του παιχνιδιού του κι αν μόνος του δεν καταλάβαινε πως μ' αυτόν τον τρόπο έδειχνε απόλυτη ασέβεια στα δικά της, πως αυτό ήταν ένα ακόμα γερό χτύπημα σ' εκείνη, ένα επιπλέον βήμα απομάκρυνσής της από κοντά του, δεν ήταν δική της δουλειά να του το εξηγήσει. Αυτό, λοιπόν και θα έκανε. Θα σταματούσε κάθε συζήτηση που αφορούσε στα απομεινάρια της σχέσης τους, μέχρι να εξαφανιστεί (αν εξαφανιζόταν ποτέ) οριστικά και αμετάκλητα, το παιχνίδι του απ' το όλο σκηνικό. Ή εκείνη...

συνεχίζεται...

Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2009

Μια ιστορία (συνέχεια 7)


Ό,τι είχε να θυμάται, ό,τι είχε να παίρνει, ό,τι είχε να βλέπει, ήταν άσχημο. Δεν μπορούσε καν να συνεννοηθεί μαζί του. Ήταν λες και μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες. Μετά απ' όσα της είχε κάνει και πει, εκείνος θεωρούσε πως θα έπρεπε να είναι υπερ-ικανοποιημένη απ' το γεγονός πως κάποια στιγμή,- κατόπιν δικής της πίεσης - ενημέρωσε το παιχνίδι του, το οποίο εξακολουθούσε να τον διεκδικεί, για την επανασύνδεσή του μαζί της. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά εξανίστατο, διότι υπερέβη τα όριά του(!), ώστε να καταφέρει να είναι τόσο αγενής(!) με το παιχνίδι του. Ήταν αγένεια(!), βλέπεις, το να το ενημερώσει επιγραμματικά. Κι αυτό, το εκπληκτικό(!), το έκανε για χάρη της. Έγινε αγενής(!), για χάρη της. Έγινε αγενής, υπερβαίνοντας τα όριά του(!). Ποιός; Εκείνος. Ο ίδιος εκείνος, που με την - ευγενική, πάντα! - συμπεριφορά του, την ισοπέδωνε - ευγενικά, πάντα! -.

Τελικά, τώρα που το ξανασκεφτόταν, καταλάβαινε πως μάλλον τον είχε παρεξηγήσει. Το ότι εκείνη την ανάγκαζε - ευγενικά, πάντα! - ν' ακούει ώρες, ημέρες, εβδομάδες, γι' αυτό το παιχνίδι που διέλυσε τη σχέση της και τις γαργαλιστικές λεπτομέρειες που το αφορούσαν, το ότι της μιλούσε με τον χειρότερο τρόπο - ευγενικά, πάντα! - , το ότι τα έβαζε μαζί της - ευγενικά, πάντα! - που εξ' αιτίας της στεναχωρήθηκε το παιχνίδι του, το ότι εξευτέλιζε επί μήνες - ευγενικά, πάντα! - όλα όσα είχαν ζήσει, όλα όσα του είχε προσφέρει, όλα όσα είχε νοιώσει για κείνον, το ότι - ευγενικά, πάντα! - της έλεγε πόσο θα χαιρόταν αν δεν είχε εκείνη πρόβλημα να κάνει εκείνος παρέα με το υπέροχο παιχνίδι του, όλα αυτά τα μαρτύρια στα οποία - ευγενικά, πάντα! - την υπέβαλλε, όπως κι ο - ευγενικός, πάντα! - τρόπος με τον οποίον υποτιμούσε, προφανέστατα, την νοημοσύνη της, ήταν μάλλον η - ευγενής! - .....αγάπη(;;!!;;), ενός - ευγενούς! - ανθρώπου.

Έμοιαζε να ξεχνάει σε ποιον απευθύνεται. Έμοιαζε να του διαφεύγει, πως εκείνη ήξερε πολύ καλά τι σημαίνει ευγένεια, τι σημαίνει αγάπη, τι σημαίνει σχέση, τι σημαίνει σεβασμός. Έμοιαζε να μη θυμάται πως όλα αυτά, ο ίδιος τα είχε πάρει από κείνη.

Δεν είχε πια διάθεση να του μιλάει. Ήξερε πως όσο περισσότερο μιλούσαν, τόσο πιο τρελλά πράγματα θα τον άκουγε να λέει. Δεν μπορούσε, σε κάθε της επισήμανση για τα άσχημα της συμπεριφοράς του, να παίρνει ως απαντηση ένα "Είμαι εδώ". Δεν μπορούσε να τον ακούει να λέει "Είμαι εδώ για σένα", όταν όλα ήταν για τον εαυτό του. Δεν μπορούσε να τον ακούει να της λέει πως φυσικά είχε κάνει πράγματα για κείνη, όπως το να είναι εδώ και το να ενημερώσει το παιχνίδι του για την επανασύνδεσή τους -κατόπιν πίεσής της-, άρα έπρεπε να νοιώθει κάτι παραπάνω από ικανοποιημένη.Μέχρι λίγο καιρό πριν, περίμενε με λαχτάρα να χτυπήσει το τηλέφωνό της, ν' ακούσει τη φωνή του. Τώρα πια, τα τηλεφωνήματά του της προκαλούσαν μόνο εκνευρισμό.

συνεχίζεται...

Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2009

Μια ιστορία (συνέχεια 6)


Τι προτίθετο να της προσφέρει; Τι έκανε για να περισώσει ό,τι είχε απομείνει; Απλώς ήταν εκεί. "Είμαι εδώ" έλεγε. Και νόμιζε πως ήταν πανάκεια. "Είμαι σωστός" έλεγε, μα πώς να τον πιστέψει; "Δε θέλω να σε πληγώνω" έλεγε, μα οι πράξεις του έλεγαν το αντίθετο. "Θέλω να είσαι ευτυχισμένη" έλεγε, μα πώς το έδειχνε; "Θέλω να νοιώσεις ασφάλεια" έλεγε, μα τι έκανε γι' αυτό;

Κι εκείνη τον άκουγε κι αναρωτιόταν. Να πιστέψει τι; Να στηριχτεί σε τι; Να πιαστεί από τι; Η αξία των λόγων του ήταν μηδενική. Έπρεπε να δει για να μπορεί να πιστέψει. Μα και πάλι τι θ' άλλαζε; Ακόμα κι αν αποδεικνύετο πως ήταν μόνο σ' εκείνη, τι θ' άλλαζε; Η συμπεριφορά του προς την ίδια ήταν άθλια. "Το τι νοιώθεις για κάποιον, φαίνεται απ' τις πράξεις σου" του έλεγε. "Το ξέρω πως δεν φαίνεται απ' όσα σου έκανα, μα σ' αγαπώ" της απαντούσε. Και περίμενε να τον πιστέψει. "Εγώ, μέσα μου, το ξέρω πως σ' αγαπώ" της έλεγε και μ' αυτό νόμιζε πως θα την έπειθε.

Πώς ήταν δυνατόν, όταν η συμπεριφορά του απέναντί της ήταν από αδιάφορη εως απάνθρωπη;
Πώς μπορούσε να είναι τόσο σκληρός απέναντί της, ενώ ήξερε πόσο πολύ την πλήγωνε ήδη απ' την πρώτη στιγμή που ήταν μαζί; Ενώ ήξερε πόση προσπάθεια χρειάστηκε από μέρους της να τον δεχτεί πίσω, χωρίς καν να έχει φυσικά φανταστεί πως θα γύριζε ένας ξένος, αντί του ανθρώπου που αγαπούσε; Ενώ ήξερε πως ποτέ, ό,τι κι αν της είχε κάνει, δεν ρίσκαρε, ούτε ευτέλισε τη σχέση τους, με καμία της συμπεριφορά; Ενώ ήξερε πως θα μπορούσε να τον πληρώσει με το ίδιο νόμισμα, να τον πονέσει όσο εκείνος, μα δεν το έκανε ποτέ; Πώς μπορούσε;

Ερώτημα που ήταν απλώς αδύνατον να απαντηθεί. Η στάση του απέναντί της, με κανέναν τρόπο δεν έδειχνε αυτή την αγάπη για την οποία της μιλούσε. Το μόνο που μπορούσε εκείνη να δει σ' όλα αυτά, ήταν πως την θεωρούσε δεδομένη. Όχι αγάπη, ούτε ενδιαφέρον. Απλά πως την θεωρούσε δεδομένη, σε αντίθεση με το παιχνίδι του, γι' αυτό και μπορούσε σ' εκείνη (που αγαπούσε...) να είναι απάνθρωπος, ενώ σ' αυτό (που δεν αγαπούσε) έκανε ό,τι μπορούσε για να φαίνεται γλυκός κι ευγενικός.

Ο χρόνος τελείωνε. Εκείνη, δεν έψαχνε πια να βρει απαντήσεις στη δική του συμπεριφορά, μα μέσα της. Η στάση του ήταν δεδομένη. Το ίδιο κι η (ανύπαρκτη) προθυμία του να βελτιώσει ή έστω ακόμα και να θωρακίσει ό,τι είχε απομείνει από κείνο που είχαν ζήσει κάποτε. Από εκείνο το παραμύθι, δε θυμόταν πια σχεδόν τίποτα. Κάποιες, ελάχιστες, εικόνες τόσο θαμπές που ήταν σαν να τις είχε ζήσει πολλές ζωές πριν.

συνεχίζεται...

Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου 2009

Μια ιστορία (συνέχεια 5)


Έπρεπε να βρει τη δύναμη, τον τρόπο να κάνει κάτι. Ο,τιδήποτε θα μπορούσε να βελτιώσει, όχι την σχέση τους, εφόσον ουσιαστικά αυτή ήταν πια ανύπαρκτη, τουλάχιστον όμως την καθημερινότητα. Έπρεπε να βρει κάποιον τρόπο να μείνει ή τη δύναμη να φύγει. Κάθε τους διάλογος, κάθε ένας απ' αυτούς, ήταν μια ακόμα επιβεβαίωση του ότι όλα είχαν πραγματικά τελειώσει. Δεν ήταν η προσπάθεια άκαρπη. Δεν είχε καν τη δύναμη να προσπαθήσει. Η λογική, της φώναζε να φύγει. Το συναίσθημα, ουσιαστικά, το ίδιο. Έμενε μόνο για να πληγώνεται;


Αν είχε γυρίσει μόνο μια φορά, σίγουρος, απόλυτα ξεκάθαρος, με απόλυτα σαφή θέση για το όποιο μέλλον της σχέσης τους, θα υπήρχε έστω ένα δείγμα ασφάλειας. Μα με τη συμπεριφορά του, της προκαλούσε όλο και περισσότερη ανασφάλεια. Όλο και περισσότερο πόνο. Πλήγωνε όλο και περισσότερο την καρδιά της, τον εγωισμό της. Κι όταν κάποτε του δόθηκε η ευκαιρία να κάνει το ελάχιστο, που θα εμφάνιζε κάποιο μηδαμινό, έστω, ίχνος ασφάλειας στα μάτια της, την αρνήθηκε χρησιμοποιώντας πάλι ανούσιες δικαιολογίες. Της έδινε πάλι να καταλάβει, πως το νέο του παιχνίδι, δεν έπρεπε με κανέναν τρόπο να δει τις γέφυρες να κόβονται οριστικά κι ας έλεγε το αντίθετο. Εξακολουθούσε να την έχει σε μια διαδικασία ανταγωνισμού μ' αυτό.


Ήξερε καλά πια, πως δεν είχε κανένα πρόβλημα να την πληγώσει όσο περισσότερο του επέτρεπαν οι καταστάσεις. Μα της τόνιζε, με τις συμπεριφορές του και πως μεταξύ του παιχνιδιού του κι εκείνης, σ' εκείνη θα κάρφωνε τη μαχαιριά. Φυσικά το αρνείτο. "Εδώ είμαι. Μαζί σου. Έφυγα απο την άλλη. Σ' αγαπώ. Ήρθα για να είμαι μόνο μαζί σου και σωστός" της έλεγε. Μα τα λόγια, είναι λόγια. Και τα δικά του λόγια, είχαν από καιρό χάσει κάθε αξία. Ναι, ήταν εκεί, μαζί της. Μα δεν έκοβε καθαρά, ντόμπρα και, κυρίως, οριστικά τις γέφυρες με την άλλη πλευρά. Δεν της το έλεγε,μα ήταν προφανές.


Ένας άνθρωπος, που οι θεωρίες του κι οι αποφάσεις του, άλλαζαν άρδην κάθε 2-3 μέρες. Ένας άνθρωπος που παραδεχόταν πως ακόμα δεν είχε πλήρως ξεκαθαρίσει το μυαλό του. Ένας άνθρωπος, που έλεγε πως ήρθε για να μείνει και σε κάθε ευκαιρία, άφηνε να φανεί πως ήρθε για να φύγει. Ένας άνθρωπος, που δεν ήταν διατεθειμένος να της προσφέρει την ασφάλεια που τόσο χρειαζόταν, μετά απ' όσα είχε ο ίδιος προκαλέσει. Ένας άνθρωπος, για τον οποίον όλα -όσο μόνιμα κι αν τα έκανε ν' ακούγονται- είναι πρόσκαιρα. Ένας άνθρωπος που της ζητούσε να στηριχτεί στα λόγια του, διευκρινίζοντάς της, την ίδια στιγμή, πως τα λόγια του ισχύουν μόνο για τη στιγμή που τα λέει. Ένας άνθρωπος που την είχε προσκαλέσει σ' ένα όνειρο, το οποίο ο ίδιος μετέτρεψε στον χειρότερο εφιάλτη.


συνεχίζεται...

Μια ιστορία (συνέχεια 4)


Κι έτσι δέχτηκε για άλλη μια φορά. Τι; Δεν ήξερε. Να προσπαθήσει για τι; Δεν ήξερε. Δέχτηκε όμως. Δέχτηκε γιατί απλά δεν μπορούσε να φύγει. Ήξερε πόσο κακό έκανε στον εαυτό της μ' αυτή της την απόφαση. Ήξερε βαθιά μέσα της, πως ήταν αδύνατον, δεν έπρεπε να τον πιστέψει. Μα δέχτηκε. Κι ένα βράδυ που ήταν μαζί, έγινε το αδιανόητο. Την κάλεσε κάποιος γνωστός της στο τηλέφωνο κι εκείνη απάντησε. Κι αυτό ήταν αρκετό για φέρει την καταστροφή.

Ο, απλώς ειλικρινής, άνθρωπος που γύρισε γιατί αγαπάει, που γύρισε μετανοιωμένος, που γύρισε παρακαλώντας, που γύρισε έχοντας -υποτιθέμενα- πλήρη επίγνωση του τι είχε κάνει και σε ποιον, σ' έναν άνθρωπο που του έδινε τα πάντα και που ποτέ δεν του έδωσε το παραμικρό δικαίωμα, γύρισε κυρίως με θράσσος κι απαιτήσεις!

Έγινε έξαλλος. Ήταν απαράδεκτη που απάντησε στο τηλέφωνο. Ήταν απαράδεκτη που το έκανε μπροστά του. Ήταν υπεράνω των δυνάμεών του το να δεχτεί κάτι τέτοιο. Δεν του έδινε ευκαιρία. Τον δέχτηκε μόνο για να τον πληγώσει. Καμία ευκαιρία δεν του έδωσε ποτέ. Εκείνος ήρθε να την δει όλος χαρά, να την αγκαλιάσει κι εκείνη απάντησε στο τηλεφώνημα και τα κατέστρεψε όλα. Αυτά ήταν τα λόγια του. Εκείνη αρχικά απλώς έμεινε άναυδη. Μετά το πρώτο σοκ όμως, ήταν αδύνατον να συγκρατήσει τον θυμό της. Πώς τολμούσε ο ίδιος άνθρωπος που τόσο απάνθρωπα την υπέβαλλε σ' αυτό το μαρτύριο να απαιτεί ο,τιδήποτε; Και πώς μπορούσε να λέει πως δεν του έδινε ευκαιρία; Τι θεωρούσε ευκαιρία; Το να έχει απο κείνη ό,τι είχε πάντα;

Όχι. Δεν είναι έτσι οι ευκαιρίες. Θα έπρεπε να προσπαθήσει για να κερδίσει πια ό,τι ήθελε. Θα έπρεπε τουλάχιστον να αποδείξει πως όλα τα περί αποφάσεων, αγάπης, ειλικρινούς και συνειδητής επιστροφής του σ' εκείνη, ήταν αληθινά. Μα ούτε αυτό μπόρεσε. Ήταν φυσικό να μην μπορεί ν' αποδείξει κάτι που δεν ίσχυε. Πλέον, κάθε τους συζήτηση ήταν μια ακόμα απογοήτευση για εκείνη. Τον άκουγε στην ίδια φράση να λέει πόσο σίγουρος γύρισε και πόσο άγνωστος του είναι ο ίδιος του ο εαυτός. Πόσο είναι αποφασισμένος να είναι σωστός απέναντί της και πόσο δεν θα ήθελε να ξανακάνει το ίδιο λάθος που έκανε. Πως εξακολουθεί να εννοεί όσα της έλεγε απ' όταν πρωτογνωρίστηκαν και πόσο πρόσκαιρα είναι τα "πάντα" και τα "ποτέ" του. Σε κάθε κουβέντα του, έβλεπε έναν άνθρωπο διχασμένο. Κάποιον που, ίσως, προσπαθούσε να πείσει και τον εαυτό του πως τα εννοούσε, μα που του ήταν αδύνατον.

Τον αγαπούσε; Τι αγαπούσε; Δεν αγαπούσε εκείνον. Αγαπούσε κάποιον που είχε χαθεί οριστικά. Αυτός ο άνθρωπος της ήταν άγνωστος, ξένος. Όσο κι αν ήθελε να πιαστεί από κάτι, καθημερινά γινόταν όλο και πιο φανερό πως δεν υπήρχε τίποτα πια. Έπρεπε να το πάρει απόφαση. Κάθε φορά που τον έβλεπε σκιζόταν η καρδιά της από αγάπη, μα ήταν τόσο πονεμένη και ψυχραμένη πια που δεν μπορούσε να τ' αφήνει αυτό να την κρατάει σε μια κατάσταση που μόνο δυστυχία είχε να προσφέρει.

συνεχίζεται...

Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2009

Μια ιστορία (συνέχεια 3)


Δεν μπορούσε να καταλάβει. Τίποτα. Έφτασε στο σημείο να της πει πως τα, εκτός σχέσης, "θέλω" του θα τα ζούσε και πως απλά θα ήθελε να είναι κι εκείνη μαζί. Κόντευε να χάσει το μυαλό της. Πού ήταν ο άνθρωπος που ήξερε ως τότε; Δεν είχε τίποτα μα τίποτα κοινό μ' αυτόν που είχε τώρα μπροστά της. Κι αυτό που προφανέστατα ήταν παντελής έλλειψη έστω και ίχνους αγάπης, σεβασμού, αυτό που προφανέστατα ήταν απανθρωπιά, εκείνος το ονόμαζε "ειλικρίνεια". Και σαν να μην έφτανε αυτό, ζητούσε κι εύσημα για την ειλικρίνειά του. Εκείνη έβλεπε σ' αυτόν έναν αλήτη, εκείνος έβλεπε στον εαυτό του απλώς έναν ειλικρινή άνθρωπο.

Και οι διάλογοι έδιναν κι έπαιρναν. Διάλογοι σκληροί, επώδυνοι, διάλογοι χωρίς ουσία, χωρίς συμπεράσματα, χωρίς κατάληξη. Μ' εκείνη να τρελλαίνεται, να παλεύει να χωρέσει στο μυαλό της όσα έβλεπε κι άκουγε και μ' εκείνον, ψυχρό, να επιμένει πως έτσι είναι οι άνθρωποι και πως δεν μπορεί να τον κατηγορήσει για τίποτα, εκτός του ότι έβαλε κάποια άλλη στη ζωή του εν αγνοία της. Κι όταν τον ρωτούσε γιατί γύρισε, της απαντούσε "Γιατί σ' αγαπώ". Ήταν κωμικοτραγικό. Εξάλλου οι πράξεις του είχαν ήδη μιλήσει. Την αγαπούσε;;; Δηλαδή αν την μισούσε, τι περισσότερο θα της έκανε; Σ' αυτό δεν της έδωσε απάντηση.

Ωσπου μια μέρα, εκείνη πλέον είδε πως όλα αυτά δεν βγάζουν πουθενά και διέκοψε την επικοινωνία. Την επόμενη στιγμή, όλα άλλαξαν. Ξαφνικά εκείνος αποφάσισε πως όλα όσα έλεγε ήταν βλακείες, πως είχε χάσει το μυαλό του, πως μόνο εκείνη αγαπούσε και πως πλέον ήταν οριστικά αποφασισμένος να είναι μαζί της και μόνο μαζί της. Της ζήτησε συγγνώμη, της είπε πως ξεκαθάρισε απόλυτα στο μυαλό του, πως από εκεί και πέρα θα ήταν απολύτως σωστός απέναντί της. Μα εκείνη πλέον δεν έβλεπε φως. Δεν καταλάβαινε. Πώς ήταν δυνατόν η απέραντη αγάπη του, να γίνει όλα αυτά που έκανε; Και πώς ήταν δυνατόν να την ταλαιπωρεί τόσο άδικα, τόσον καιρό και μέσα σε μια στιγμή να ξεκαθάρισαν όλα, ως δια μαγείας;

Της είπε πως με το νέο του παιχνίδι είχε τελειώσει οριστικά, πως η αγάπη του για εκείνη, ήταν μέσα του πιο ξεκάθαρη από ποτέ. Πως το μόνο του "θέλω" ήταν πλέον η ίδια κι η σχέση τους. Την παρακάλεσε να προσπαθήσει να βάλει πίσω της όσα έγιναν. Ήθελε να προσπαθήσουν μαζί να φτιάξουν ό,τι είχε απομείνει απ' αυτό που είχαν, να προσπαθήσουν να το ξανακερδίσουν. Μετανοιωμένος. Παρακαλώντας. Με δάκρυα στα μάτια. Καταλαβαίνοντας πόσο λάθος είχε κάνει. Κι εκείνη σκεφτόταν. Θα μπορούσε κάτι απ' αυτά να είναι αληθινό; Δεν μπορούσε πια να πιστέψει τίποτα. Φοβόταν ακόμα και να τον ακούσει. Μα δεν μπορούσε να φύγει. Τον αγαπούσε. Δεν ήξερε πια γιατί, δεν έβρισκε λόγο, δεν υπήρχε πια τίποτα απ' όσα αγάπησε σ' αυτόν, μα το ένοιωθε ακόμα κι αυτό ήταν που την κρατούσε κοντά του.

συνεχίζεται...

Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2009

Μια ιστορία (συνέχεια 2)


Και όντως δεν τον άγγιζε τίποτα. Συνέχιζε να λέει τα ίδια, συνέχιζε να κάνει τα ίδια. Εκείνη, εξακολουθούσε να του δίνει τα πάντα, να προσπαθεί να σώσει τη σχέση τους, να του εξηγήσει, να τον κάνει να καταλάβει πόσο πολύ τον αγαπούσε, πόσο πολύ την πονούσε μ' αυτά που έκανε. Εκείνος, εξακολουθούσε να ψεύδεται για τα πάντα, να κάνει τη ζωή του όπως εκείνος επέλεγε, χωρίς να λογοδοτεί, συνέχιζε να την πιέζει, να την αποκλείει, να της ζητά να λογοδοτεί για τα πάντα. Εξακολουθούσε, παρόλα αυτά, να της μιλά για μοναδικότητα. Εξακολουθούσε να της λέει πως θα ήταν μαζί για πάντα. Και πως κι αν ακόμα πρακτικά αυτό δε γινόταν, εκείνος, μέσα του, θα ήταν πάντα μαζί της. Πως εκείνη ήταν το τέλος του.


Μέχρι που άλλαξε ρήμα...

Το "ήθελα", έγινε "μπερδεύτηκα" κι έτσι, θάβοντας όλα όσα έλεγε, όλα όσα είχαν ζήσει, έβαλε στη ζωή του κάποια άλλη. Τόσο απλά. Μ' ένα "μπερδεύτηκα". Της το είπε κι εκείνη τον άφησε σ' αυτό που διάλεξε. Μα δεν του έφτανε. Δεν σταματούσε να της λέει πως την αγαπά και πως δεν αντέχει χωρίς εκείνη. Δεν σταματούσε να την παρακαλάει, να κλαίει για κείνη, μα δε σταματούσε και το νέο του παιχνίδι. Μέχρι που εκείνη, τον δέχτηκε πίσω. Πονώντας, αδυνατώντας να χωνέψει αυτό που συνέβαινε, μα μην αντέχοντας να τον αρνηθεί. Τον αγαπούσε τόσο... Κι αν δεν είχε, ποτέ πριν,φανταστεί, αυτό που είχε μόλις συμβεί, τίποτα δεν προμήνυε την συνέχεια.

Ο άνθρωπος που γύρισε, ήταν άλλος απ' ό,τι ήξερε ως τότε. Ενώ την παρακαλούσε με κλάματα να είναι κοντά του, της έλεγε με σπαραγμό πόσο την αγαπούσε, μόλις τον δέχτηκε, είδε έναν άνθρωπο γεμάτο έπαρση, θράσσος, αγένεια, ασέβεια. Έναν άνθρωπο που, ναι μεν, έλεγε "έκανα λάθος", αλλά πέραν αυτών των δύο λέξεων, τίποτα άλλο στα λεγόμενα ή τη συμπεριφορά του δεν έδειχνε πως είχε καταλάβει τι πραγματικά είχε κάνει. Έναν άνθρωπο που δήλωνε ευθαρσώς πως την αγαπούσε, πως εννοούσε όλα όσα της είχε πει ως τότε, μα που δεν ήταν διατεθειμένος (ούτε στα λόγια πια) να στερηθεί την καλοπέρασή του για να είναι καλά η σχέση τους. Εξάλλου, ποτέ δε θα ήταν καλά μετά απ' ό,τι έκανε, ποιο το νόημα να υποσχεθεί ο,τιδήποτε; "Το ξέρω πως σε πληγώνω περισσότερο, αλλά αυτή είναι η αλήθεια" της έλεγε, αλλά με πολύ χειρότερα λόγια. "Αυτός είμαι. Κι όσα σου έλεγα πριν, τη στιγμή που τα έλεγα, τα εννοούσα"...

Της περιέγραψε με λεπτομέρειες τις στιγμές που πέρασε με το νέο του παιχνίδι. Την πληροφόρησε για το πόσο υπέροχο το βρίσκει. Της ανάλυσε τα όσα ένοιωθε όσο ήταν μαζί του, για εκείνη και γι' αυτό. Της εξήγησε, πως δεν πέρασε όσο καλά θα ήθελε, διότι, την έθαψε μεν, όχι πολύ βαθιά δε. Ήξερε πόσο την πονούσε, μα του ήταν αδιάφορο. Ο άνθρωπος που, απ' την αρχή, ζούσε μέσα στο ψέμμα, έγινε ξαφνικά, ωμά ειλικρινής. Μέσα σ' αυτή την ωμότητα, παρέλειψε να της πει, πως με το παιχνίδι του δεν είχε τελειώσει. Δεν παρέλειψε όμως να πει πως δεν είχε κόψει τις γέφυρες, γιατί αυτό το παιχνίδι, θα ήταν το μέσο του να καλοπεράσει όποτε το ήθελε. Αυτό φρόντιζε να της το κάνει σαφές, σε κάθε τους διάλογο. Μόνο αποτέλεσμα όλων αυτών κι άλλων τόσων, το να την κάνει να πονέσει όσο ποτέ.

Πώς είχαν γίνει όλα αυτά; Είχε γυρίσει ανάποδα ο κόσμος της κι εκείνη, χωρίς να φταίει, το πλήρωνε πανάκριβα. Δεν ήξερε από πού έπρεπε ν' αρχίσει να μαζεύει τα κομμάτια της. Δεν καταλάβαινε τίποτα. Την είχε πουλήσει με τόση άνεση, με όση είχε γυρίσει πίσω για να της το χτυπάει καθημερινά. Τις φορές που γινόταν έξαλλη, η μόνη "λύση" που είχε να της προτείνει, ήταν να κάνει κι εκείνη το ίδιο, για να νοιώσει καλύτερα. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως, εκτός του ότι δεν θα έλυνε τίποτα μ' αυτόν τον τρόπο, της ήταν αδύνατον καν να το σκεφτεί, γιατί τον αγαπούσε. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως εκείνη δεν ήθελε να τον πληγώσει, μόνο να σταματήσει να την πληγώνει.

συνεχίζεται...

Μια ιστορία (συνέχεια 1)


Της μιλούσε πολύ, προσπαθούσε να της πει πως είναι γεννημένοι ο ένας για τον άλλον. Πως η ζωή τους έφερε κοντά για να είναι μαζί ως το τέλος. Πως τίποτα δεν τους χώριζε. Πως η ζωή του άρχισε όταν τη γνώρισε. Τη ζήλευε. Άρχισε να την πιέζει. Εκείνος, της έλεγε, υπήρχε μόνο γι' αυτήν και το ίδιο ήθελε να κάνει κι εκείνη. Προσπαθούσε να την αποκλείσει απ' το περιβάλλον της. Ζήλευε τους πάντες. Είναι καχύποπτος άνθρωπος. Δεν την εμπιστευόταν, παρόλο που του έδινε τον εαυτό της, ανοιχτά. Εκείνη, άνθρωπος τίμιος και καλοπροαίρετος, δεν έβρισκε λόγο να φοβάται, εξάλλου εκείνος την πλησίασε κι ο έρωτάς του γι' αυτήν ήταν προφανής και δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που τον έκανε να φοβάται. Του είχε εμπιστοσύνη κι ήθελε να του δείχνει μ' όλους τους τρόπους, πως μπορούσε να της έχει κι εκείνος. Ώσπου μια νύχτα, ανακάλυψε πως ο καλός της, ο "ολοκληρωτικά" δοσμένος σ' εκείνη, ήταν δοσμένος και στα ...φλερτ που διατηρούσε κατά τόπους, πέρα από τη σχέση τους. Έπεσε απ' τα σύννεφα. Ο άνθρωπος που έλεγε όλα αυτά; Ο άνθρωπος που έκανε σαν τρελλός όταν εκείνη τολμούσε να πει αλλού έστω και μια καλημέρα; Δεν γινόταν να τ' αφήσει να περάσει έτσι.

Είπε πολλά και παραδόξως, άκουσε άλλα τόσα. Απογοητεύτηκε βλέποντας πως αυτό που της παρουσίαζε και προσπαθούσε να την κάνει να πιστέψει τόσο καιρό ήταν ψεύτικο. Μα ήταν ερωτευμένη. Προσπάθησε να τον πιστέψει, όταν της είπε πως αυτά δεν σήμαιναν τίποτα. Προσπάθησε πολύ. Αποφάσισε να μείνει μαζί του, δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Δεν μπορούσε σε κάτι τόσο όμορφο να μη δώσει μια ευκαιρία. Και την έδωσε. Την έδωσε για να της γυρίσει πίσω και να την χτυπήσει αλύπητα, ούτε μία, ούτε δύο, ούτε τρεις φορές...


Ο καιρός περνούσε κι εκείνη γινόταν όλο και πιο δική του. Εκείνος με τη σειρά του, γινόταν όλο και πιο ξένος. Το ένα ψέμμα διαδεχόταν το άλλο. Η μία δικαιολογία διαδεχόταν την άλλη. Πάντα είχε "δικαιολογίες" για ό,τι έκανε. Και πάντα έκανε τα πάντα για να γίνουν δεκτές. Απλές, μονολεκτικές "δικαιολογίες". Ρήματα. Σκέτα ρήματα όπως "φοβήθηκα" ή "ήθελα". Ειδικά από ένα σημείο και μετά, ένα "ήθελα" το έβρισκε υπεραρκετό, για να γίνει αποδεκτό ό,τι κι αν είχε κάνει, να μπει πίσω και να μην ενοχλεί. Δεν έμπαινε καν στον κόπο να βρει άλλο ρήμα.


Έλεγε όμως πως μετάνοιωνε. Κάθε φορά μετάνοιωνε - Όντως γιατί κάθε φορά δεν ήταν ποτέ ίδια με την προηγούμενη. Πάντα χειρότερη. - και ήθελε να μην το ξανακάνει. Να μην ξαναπεί ψέμματα. Και τα ψέμματα διαδεχόνταν το ένα το άλλο. Κι η μία μετάνοια την άλλη. Κι εκείνη όλο και περισσότερο απογοητευόταν. Του μιλούσε, προσπαθούσε να του εξηγήσει πως μ' αυτόν τον τρόπο, ξεπερνούσε κάθε όριο υπομονής κι ανοχής της. Του το έλεγε μ' όποιον τρόπο μπορούσε να φανταστεί. Με χαμόγελο, με ηρεμία, με νεύρα, με κλάμματα, με αγανάκτηση, με παρακάλια, με απειλές. Μα τίποτα δεν φαινόταν να τον αγγίζει.


συνεχίζεται...

Μια ιστορία



Ήταν πρωί όταν γνωρίστηκαν εκείνος κι εκείνη. Ένα φθινοπωρινό, ηλιόλουστο πρωινό. Όμορφη μέρα. Συμπάθησαν ο ένας τον άλλον αμέσως. Ωραίοι τύποι, με το καλαμπούρι τους. Τα 'λεγαν καθημερινά. Άρχισε να μαθαίνει ο ένας πράγματα για τον άλλον, πράγματα για τη ζωή του. Ακριβώς έτσι. Ο ένας μόνο, για τον άλλον. Γιατί εκείνη δεν ήξερε. Ποτέ δεν ήξερε.



Ο ένας λοιπόν, αυτός που ήξερε, άρχισε να ερωτεύεται. Έπρεπε να την έχει. Αποφάσισε να την
διεκδικήσει. Ήξερε πως ήταν πληγωμένη, πως δεν ήθελε μπλεξίματα, οπότε την πήρε με το μαλακό στην αρχή. Μέσω της πλάκας, του χαβαλέ, έδειχνε πως ήθελε περισσότερα. Χωρίς πιέσεις, απλά άφηνε να εννοηθεί πως μόνο το παρεάκι, δεν του έφτανε πια. Εκείνη το έβλεπε, αλλά η παρέα του της ήταν αρκετή. Δεν ζητούσε, δεν την ενδιέφερε τίποτα περισσότερο. Περνώντας οι μέρες, εκείνος άρχισε να εκδηλώνεται φανερά πια. Της μιλούσε για τον έρωτά του, για το πόσο θα ήθελε να τον ζήσει μαζί της. Πόσο θα ήθελε να ταξιδέψουν οι δυο τους σ' ένα παραμύθι. Του αντιστεκόταν, ως ένα σημείο. Μα δεν της ήταν εύκολο. Βαθιά μέσα της, το είχε ανάγκη κι εκείνη αυτό το παραμύθι. Το ήξερε καλά. Προσπαθούσε να μην το σκέφτεται, προσπαθούσε να του δείξει πως το καλύτερο θα ήταν να μείνουν όπως ως εκείνη την ώρα, μια όμορφη παρέα. Ήταν φοβισμένη, ο πόνος του παρελθόντος την έκανε να τρέμει. Της πήρε χρόνια να ισορροπήσει κι ήταν ευτυχισμένη που το είχε καταφέρει. Δεν μπορούσε, δεν ήθελε να πληγωθεί ξανά. Δεν είχε αντοχές. Εκείνος όμως επέμενε. Κι ήταν τόσο καλός...


Γρήγορα, οι αντιστάσεις της άρχισαν να μειώνονται. Συνειδητοποίησε πως ένοιωθε πράγματα. Προσπαθούσε να τα ζυγίσει, να τα εκλογικεύσει, να τα σταματήσει. Μα εκείνος είχε καταλάβει κι ήταν πια ασυγκράτητος. Έβλεπε πως την τραβούσε κοντά του, μέρα τη μέρα και το έκανε όλο και πιο έντονα. Σ' εκείνο το διάστημα, της έδωσε και το πρώτο "χαστούκι". Δεν ήξερε πολλά γι' αυτόν. Τα μισά απ' όσα της είχε πει ή είχε αφήσει να εννοηθούν, δεν ήταν αλήθεια. Της το είπε, γιατί ένοιωθε άσχημα που την είχε κοροιδέψει. Γιατί του φερόταν καλά και δεν το άξιζε. Είχε μετανοιώσει που το έκανε. - Της τα είπε γιατί αν την κέρδιζε, δε θα μπορούσε πια να τα κρύψει. Αυτός ήταν ο λόγος κι όχι επειδή μετάνοιωσε. - Εκείνη ενοχλήθηκε, μα δεν είπε τίποτα. Τον κατάλαβε, κατανόησε πως δεν την ήξερε, άρα δεν ήθελε να της ανοιχτεί ως τότε. Δεν είπε τίποτα. Μόνο τον συγχώρεσε και δεν το ανέφερε ξανά.



Την κέρδισε τελικά. Δεν ήταν εύκολο, μα το κατάφερε. Γιατί ξεχώριζε. Την έκανε να νοιώσει πολύ δυνατά. Την έκανε να ευγνωμονεί την τύχη που τον έφερε στο δρόμο της. Την έκανε να νοιώθει ευτυχισμένη που ένα τόσο ξεχωριστό πλάσμα είχε μπει στη ζωή της. Δεν σκεφτόταν τίποτα άσχημο για εκείνον. Το πρώτο διάστημα πήγε κάπως έτσι. Μ' εκείνον να κάνει σαν τρελλός από έρωτα κι εκείνη, συγκρατημένη αρχικά, να θέλει να του προσφέρει τα πάντα, να θέλει να τον βλέπει μόνο να γελάει, να ονειρεύεται ένα μέλλον υπέροχο, μια σχέση ονειρική. Ο έρωτάς του, το άγγιγμά του, το γέλιο του, της έδινε ζωή. Δεν κράτησε όμως πολύ αυτό. - Ήταν πολύ καλός για να είναι αληθινός. -


συνεχίζεται...

Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2009

Φοβάμαι

Δες, αυτοί που λένε πως σ' αγαπάνε κ πως σε νοιάζονται, σε κατηγορούν για δικά τους λάθη, σου φυτεύουν απανωτές σφαίρες στην καρδιά, με ατσάλινη φωνή, παγωμένο βλέμμα και παραπονούμενοι κι άλλοι, που δεν σε ξέρουν καλά καλά, που δε σε νοιάζονται, είναι εκεί, σ' ακούν υπομονετικά για ώρες, προσπαθούν να σε κάνουν να γελάσεις, σου δίνουν χωρίς να ζητούν, ούτε παίρνουν τίποτα πίσω, ούτε καν καλή παρέα. Μόνο είναι εκεί να μοιράζεσαι τον πόνο σου, όσο μπορείς να τον χωρέσεις στα λόγια. Πώς να χωρέσει...

Οι ξένοι φίλοι, τελικά, ίσως είναι οι καλύτεροι.

Περνούν οι ώρες, οι μέρες και δεν τις βλέπω. Δεν τις νοιώθω. Ξημερώνει, βραδιάζει, δεν αλλάζει τίποτα. Μόνιμα ένα έντονο σφίξιμο στο στήθος, δε μ' αφήνει ν' ανασάνω. Θέλω ν' ανασάνω. Δεν μπορώ καν να κλάψω. Ποιός; Εγώ, που είχα μια ζωή το δάκρυ στην άκρη των ματιών μου. Μηχανικά σηκώνομαι το πρωί απ' το κρεββάτι, μηχανικά κάνω τα πάντα. Λυπάμαι για όσους περιμένουν από μένα. Συγγνώμη, μ' αλήθεια δεν μπορώ.

Νομίζω πέφτω σε κατάθλιψη. Ξέρω πως είναι. Βλέπω πως είναι, χρόνια, σε κοντινό μου πρόσωπο. Δε θέλω να πρέπει να χαπακώνομαι για να ζήσω μισή ζωή. Δε θέλω.

Έχω τρομάξει. Πού είναι αυτά που θέλω; Πού είναι η χαρά μου; Πού είναι η δύναμή μου;

Χαρά...μου ακούγεται ξένη ακόμα κι η λέξη.

Θέλω να κλειστώ σ' ένα κουκούλι, να μη μ' αγγίζει τίποτα. Δεν αντέχω ήδη κι έχω τόσο δρόμο ακόμα μπροστά μου. Πώς;

Πώς;;

Φίλε, δε θα το δεις ποτέ αυτό, αλλά να ξέρεις, σου χρωστάω ένα χαμόγελο όταν μπορέσω. Αν μπορέσω...

Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2009

Να τι μένει τελικά




























































































Ένα τίποτα.

Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2009

Ελπίδες τέλος


Καλό χρυσό το συναίσθημα, αλλά όχι και το πόσο ανόητο μπορεί να σε κάνει. Σε φτάνει στο σημείο να αφήνεις να προσβάλλουν την νοημοσύνη σου κι όχι μόνο αυτό, αλλά να την προσβάλλεις κι εσύ ο ίδιος, ψήνοντας τον εαυτό σου πως αυτά που είναι, δεν είναι αυτά που είναι, αλλά αυτά που θα ήθελες να είναι!

Η ελπίδα, λένε, πεθαίνει τελευταία. Και γιατί δηλαδή να πεθάνει τελευταία; Γιατί να μην πάει μια ώρα αρχύτερα να γλυτώσουμε κι εμείς την ταλαιπωρία; Εε; Αυτή θα μας θάψει δηλαδή;
Και καλά να είναι η ελπίδα όντως ζωντανή...αλλά να κοτσάρεις μια μούμια, πεθαμένη 1000 φορές και να την κοιτάς "ελπίζοντας"....πάει πολύ. Ακόμα και για μένα, πάει πολύ. Όχι, δεν επιτρέπω σε καμιά μούμια να με θάψει! Την θάβω εγώ!

Καθαρίσαμε με το ένα μέτωπο. Και τώρα πάμε στα δύσκολα. Εκεί που πραγματικά χρειάζεται ελπίδα, αλλά δυστυχώς δεν υπάρχει....

Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2009

Φίλη μου



Κομμάτια. Κομμάτια, αλληλοσυμπληρώνονται. Αρμονία. Ισορροπία. Ένα καλοφτιαγμένο πάζλ.....
Ραγίζει. Σπάει. Ισορροπία δεν υπάρχει πια. Τα χτυπήματα απανωτά, απ' όλα τα μέτωπα.


Έχω μια φίλη. Δεν τη ζήτησα, μα ήρθε, πολλά χρόνια πριν κι έκατσε στη διπλανή καρέκλα. Από τότε είναι πάντα κοντά μου. Όπου κι αν είμαι, ό,τι κι αν κάνω, είναι μαζί μου. Κανείς άλλος δεν τη βλέπει, μόνο εγώ. Στην αρχή δεν μ' άρεσε, με τα χρόνια όμως άνθισε, ομόρφυνε ή ίσως συνήθισα την όψη της, δεν ξέρω.

Μαγεία. Μια λέξη που πολλοί χρησιμοποιούν, αλλά λίγοι καταλαβαίνουν. Η λέξη της ζωής μου.


Ειρμός. Δεν υπάρχει.


Αιώρηση...


Είναι ψηλή, η φίλη μου, ογκώδης. Συνήθως στέκεται κάπου δίπλα μου, μα υπάρχουν φορές που γεμίζει το οπτικό μου πεδίο. Δεν ήθελα να τη βλέπω, τουλάχιστον όχι μόνο εκείνη. Της το είχα πει, μα δεν την ένοιαζε. Κάνει πάντα το δικό της. Κι αυτή...

Μουσική, λατρεία.

Θλίψη...


Δεν ήξερα ποια είναι. Την έβλεπα, πάντα εκεί, αμίλητη. Όταν είχα πια συνηθίσει στην παρουσία της, όταν αντιλήφθηκα πως δεν είχε κανέναν σκοπό να μ' αφήσει στην ησυχία μου, πρέπει να ήμουν γύρω στα 20, της έπιασα για πρώτη φορά κουβέντα. Τη θυμόμουν απ' την αρχή της εφηβίας μου ακόμα. Της το είπα. Μου χαμογέλασε με συμπάθεια. -"Τί θέλεις;" τη ρώτησα. "Ποιά είσαι;" -"Ακόμα δεν έχεις καταλάβει; Τ' όνομά μου είναι Μοναξιά." μου απάντησε.

Ακούω έναν στίχο τώρα...πόσο αληθινό...

Θέλω να βυθιστώ στους ήχους.


Είναι η καλύτερή μου φίλη. Δε μ' αφήνει ποτέ μόνη. Οξύμωρο... κι όμως. Την αγαπώ.


Ισορροπία δεν υπάρχει πια.
Μαγεία. Η λέξη της ζωής μου. Όλα όσα έχω μέσα μου. Οι χαρές μου, οι προσπάθειές μου, οι λύπες μου... Δεν την περιμένω. Δεν την ψάχνω. Την δημιουργώ. Μαγικά. Απλά. Ανθρώπινα...

Μιλάμε τώρα πια, συχνά, τα τελευταία χρόνια. Είναι κομμάτι μου. Ίσως το μόνο ανέπαφο. Το πιο αληθινό. Σταθερά εδώ, δίπλα μου. Τώρα δεν νευριάζω όταν μου σκεπάζει τις άλλες εικόνες, τώρα ξέρω, προσπαθεί να με προστατέψει απ' την ασχήμια. Η καλύτερή μου φίλη. Κάποιοι είπαν πως θέλησαν να τη διώξουν από κοντά μου, να πάρουν τη θέση της. Κανείς δε μπόρεσε. Κανείς τόσο πιστός. Κανείς τόσο αληθινός. Φεύγουν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Φεύγω, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.

Μουσική, λατρεία.

Μάτια καθάρια, ειλικρινή. Μάτια φοβισμένα. Μάτια δακρυσμένα, γελαστά. Μάτια κλειστά.


Τα χτυπήματα απανωτά, απ' όλα τα μέτωπα.


Η πιο πιστή μου φίλη. Κανείς δε μπορεί να πάρει τη θέση της. Την αγαπώ.


Αρμονία, δεν υπάρχει.

Κομμάτια...σκόρπια.


Ζωή... Ραγίζει, σπάει.

Για πόσο ακόμα...

Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2009

Μια βόλτα στη βροχή




Μια βόλτα. Ανάμεσα στις ψηλές πολυκατοικίες. Εκεί που βασιλεύουν οι σκιές. Με τη σκέψη άδεια. Με την καρδιά γεμάτη. Με έναν κόμπο στον λαιμό. Με την αναμονή πλάι μου κι ας μην ακούω τα βήματά της. Την αναμονή του απόλυτου. Με τη γλυκιά γεύση των αναμνήσεων στην άκρη της γλώσσας μου. Με το τοπίο ν΄ αλλάζει συνεχώς, μα πάντα ίδιο. Με τις αναμνήσεις να χτυπά η μια την άλλη στη βιασύνη τους να φτάσουν στα μάτια μου.

Εικόνες... Ενα παιδάκι σ' ένα κίτρινο ποδήλατο. Οι μεγάλοι προβολείς ενός φορτηγού. Ένα ζευγαράκι φιλιέται σε μια γωνιά. Γαλάζια μπαλκόνια. Μια βιαστική κυρία με δύο σακκούλες, μία στο κάθε χέρι. Ξένοι.

Τίποτα δεν μπορεί να το αλλάξει. Πώς φεύγει ο χρόνος... σαν το νερό, δεν μπορείς να τον κρατήσεις μεσ' τις χούφτες σου. Μόνο τον αγγίζεις και τον βλέπεις να κυλά ανάμεσα στα δάχτυλά σου και να χάνεται. Μια στιγμή. Όλα είναι μια στιγμή. Όλα. Όσα πρόλαβες. Όλη η ζωή.

Πόσα θα ήθελα να είχα πει Θεέ μου... Πόσα θα ήθελα να μπορούσα να πω. Φοβάμαι.

ΦΟΒΑΜΑΙ!

Μια σταγόνα. Κυλά στο πρόσωπό μου. Δειλό χαμόγελο. Ακολουθούν κι άλλες... κι άλλες. Σταματώ και κοιτάζω τον ουρανό. Τις αισθάνομαι, κάθε μια διαφορετικό βάρος, άλλη αποστολή. Ανοίγω το παλτό, ανοίγω τα χέρια μου, ανοίγω το είναι μου. Μένω ακίνητη, τα μάτια καρφωμένα στον ουρανό. Τα μαλλιά μου υγρά, τα ρούχα μου το ίδιο. Τις νοιώθω μέχρι το μεδούλι. Να ξεπλένουν τους φόβους, τη λύπη, να παίρνουν, φεύγοντας, μαζί τους κάθε σκιά. Η βροχή δυναμώνει, μαζί μεγαλώνει και το χαμόγελό μου, μέχρι που γίνεται ένα δυνατό γέλιο. Γέλα ψυχή μου! Είναι η δική σου στιγμή!

Απόψε θα πλαγιάσω κάτω από ένα λυπημένο σύννεφο...