Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2009
Mια ιστορία (συνέχεια 10)
Εκείνος ένοιωθε να στριμώχνεται. Την ήθελε, αλλά δεν του ήταν εύκολο να βγάλει απ' τη μέση το μεγαλύτερο εμπόδιο ανάμεσά τους. Ήταν και πρακτικό το ζήτημα. Το παιχνίδι του, ήταν πολύ δύσκολο να εξαφανιστεί. Της ζητούσε κατανόηση. Κατανόηση που δεν σκέφτηκε όταν έπρεπε, που την έφερε σ' αυτή τη θέση, που δεν μπορούσε να κάνει κάτι τώρα πια. Περίμενε να βρει; Ήταν ανοησία να ζητά κατανόηση απ' τον άνθρωπο ο οποίος υφίστατο όλα αυτά, χωρίς να φταίει. Ήταν ανοησία να ζητά κατανόηση για το ότι προτίμησε να την πληγώσει και να καλοπεράσει, αντί να την υπολογίσει και να φερθεί ώριμα. Ήταν ανοησία να ζητά κατανόηση από κείνη για τα προβλήματα που της δημιούργησε, επειδή αυτός ενδιαφερόταν μόνο για τον εαυτό του. Δε θα έβρισκε. Εκείνος δημιούργησε όλη την κατάσταση, εκείνος όφειλε να βρει τη λύση.
Την έβλεπε ακόμα εκεί, έβλεπε όμως, πως την έχανε. Ξεγελούσε τον εαυτό του, πιστεύοντας πως την έχανε επειδή κάποιοι άλλοι την διεκδικούσαν κι όχι επειδή ο ίδιος είχε δημιουργήσει την χειρότερη δυνατή κατάσταση. Για άλλη μια φορά έκρινε εξ' ιδίων, γι' αυτό κι έδινε μεγαλύτερη βάση σε τρίτους, παρότι η ίδια του είχε καταστήσει σαφές, με λόγια και πράξεις, πως μόνο από εκείνον εξαρτάτο η πορεία των πραγμάτων. Μέχρι, να της πει να δώσει κι εκείνη τη μάχη της για να τον κρατήσει, έφτασε. Τότε, εκείνη, δεν μπόρεσε παρά να τον ρωτήσει, τί ήταν αυτό που της προσέφερε και για το οποίο άξιζε να δώσει την οποιαδήποτε μάχη; Η ανύπαρκτη ειλικρίνεια; Ο έρωτας που τον έσπρωξε σε κάποια άλλη; Η αγάπη που δεν έβλεπε; Η εμπιστοσύνη που δεν είχε; Το παιχνίδι του να είναι εκεί; Τί;
Εκείνος θεωρούσε πως είχε να δώσει μάχη ενάντια σ' όσους την πολιορκούσαν. Έβλεπε αντιπάλους εκεί που δεν υπήρχαν κι αγνοούσε τον πραγματικό εχθρό του, που ήταν ο ίδιος κι όσα της είχε κάνει. Και δεν είχε λύση, για το πιο μεγάλο, πρακτικά, πρόβλημα. Την καθημερινή παρουσία του παιχνιδιού του στον χώρο του. Κάτι που εκείνη, ήταν αδύνατον ν' αντέξει. Είχε περάσει πολλά εξ' αιτίας του, του είχε συγχωρήσει πολλά, είχε κάνει πολλή υπομονή, είχε πνίξει τον εγωισμό, την περηφάνειά της, είχε δείξει ανοχή σε πράγματα που ούτε το φανταζόταν πως θα συναντούσε ποτέ, ένοιωθε πως είχε μηδενίσει τελείως πια τον εαυτό της. Τον είχε εξαφανίσει. Όλα τα μπόρεσε. Αυτό όμως, ήταν πολύ πέραν των αντοχών της. Ήξερε πως εκείνος δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι' αυτό. Το ήξερε, μα δεν άλλαζε τίποτα. Δεν μπορούσε να τον εμπιστευτεί. Δεν μπορούσε να ζει αυτό το μαρτύριο καθημερινά. Της ήταν αδύνατον. Πονούσε αφόρητα, μα έπρεπε να το τελειώσει. Εκείνη την ώρα.
Την ώρα που χρειαζόταν όση περισσότερη στήριξη μπορούσε να της δοθεί απ' οπουδήποτε. Την ώρα, λίγο πριν το σκληρότερο ταξίδι που θα έπρεπε να κάνει. Την ώρα, λίγο πριν την αιώνια καληνύχτα. Την ώρα, λίγο πριν η καρδιά της σκιστεί σε χίλια κομμάτια. Εκείνη τη μέρα, έκλαψε τόσο πολύ, μετά από χρόνια. Άφησε όλα αυτά που κρατούσε μέσα της τόσον καιρό, να βγουν πια στην επιφάνεια. Ήθελε ν' αδειάσει. Το είχε ανάγκη όσο τίποτα. Κι ο πόνος της έγινε δάκρυα. Ατέλειωτα δάκρυα. Την τρόμαζε η φωνή της. Ένοιωθε τους λυγμούς να ταράζουν μέχρι και το τελευταίο κύτταρο του κορμιού της. Μα δεν ένοιωθε ν' αλαφραίνει. Μόνο εκείνο το σφίξιμο στο στήθος, πιο έντονο. Δεν μπορούσε ν' ανασάνει. Δεν ήθελε ν' ανασάνει. Ήθελε ν' αδειάσει. Ν' ανακουφιστεί, έστω λίγο. Έκλαιγε για ώρες, δεν ήξερε πόσες. Όταν κοίταξε έξω, είχε πια νυχτώσει. Δεν ένοιωθε ανακούφιση. Κενό. Μόνο κενό.
Τα πράγματα είχαν αρχίσει, καιρό πριν, να παίρνουν τον δρόμο τους. Είχε πια φτάσει στο τέλος του; Το συζήτησαν. Κάποιες στιγμές ψύχραιμα, κάποιες όχι. Τι θ' ακολουθούσε; Μια κουβέντα που έμεινε μισή. Μια σχέση που έμεινε μισή. Μια αγάπη που έμεινε μισή...
ίσως συνεχίζεται...
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
1 σχόλιο:
Δημοσίευση σχολίου