Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2009
Μια ιστορία (συνέχεια 1)
Της μιλούσε πολύ, προσπαθούσε να της πει πως είναι γεννημένοι ο ένας για τον άλλον. Πως η ζωή τους έφερε κοντά για να είναι μαζί ως το τέλος. Πως τίποτα δεν τους χώριζε. Πως η ζωή του άρχισε όταν τη γνώρισε. Τη ζήλευε. Άρχισε να την πιέζει. Εκείνος, της έλεγε, υπήρχε μόνο γι' αυτήν και το ίδιο ήθελε να κάνει κι εκείνη. Προσπαθούσε να την αποκλείσει απ' το περιβάλλον της. Ζήλευε τους πάντες. Είναι καχύποπτος άνθρωπος. Δεν την εμπιστευόταν, παρόλο που του έδινε τον εαυτό της, ανοιχτά. Εκείνη, άνθρωπος τίμιος και καλοπροαίρετος, δεν έβρισκε λόγο να φοβάται, εξάλλου εκείνος την πλησίασε κι ο έρωτάς του γι' αυτήν ήταν προφανής και δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που τον έκανε να φοβάται. Του είχε εμπιστοσύνη κι ήθελε να του δείχνει μ' όλους τους τρόπους, πως μπορούσε να της έχει κι εκείνος. Ώσπου μια νύχτα, ανακάλυψε πως ο καλός της, ο "ολοκληρωτικά" δοσμένος σ' εκείνη, ήταν δοσμένος και στα ...φλερτ που διατηρούσε κατά τόπους, πέρα από τη σχέση τους. Έπεσε απ' τα σύννεφα. Ο άνθρωπος που έλεγε όλα αυτά; Ο άνθρωπος που έκανε σαν τρελλός όταν εκείνη τολμούσε να πει αλλού έστω και μια καλημέρα; Δεν γινόταν να τ' αφήσει να περάσει έτσι.
Είπε πολλά και παραδόξως, άκουσε άλλα τόσα. Απογοητεύτηκε βλέποντας πως αυτό που της παρουσίαζε και προσπαθούσε να την κάνει να πιστέψει τόσο καιρό ήταν ψεύτικο. Μα ήταν ερωτευμένη. Προσπάθησε να τον πιστέψει, όταν της είπε πως αυτά δεν σήμαιναν τίποτα. Προσπάθησε πολύ. Αποφάσισε να μείνει μαζί του, δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Δεν μπορούσε σε κάτι τόσο όμορφο να μη δώσει μια ευκαιρία. Και την έδωσε. Την έδωσε για να της γυρίσει πίσω και να την χτυπήσει αλύπητα, ούτε μία, ούτε δύο, ούτε τρεις φορές...
Ο καιρός περνούσε κι εκείνη γινόταν όλο και πιο δική του. Εκείνος με τη σειρά του, γινόταν όλο και πιο ξένος. Το ένα ψέμμα διαδεχόταν το άλλο. Η μία δικαιολογία διαδεχόταν την άλλη. Πάντα είχε "δικαιολογίες" για ό,τι έκανε. Και πάντα έκανε τα πάντα για να γίνουν δεκτές. Απλές, μονολεκτικές "δικαιολογίες". Ρήματα. Σκέτα ρήματα όπως "φοβήθηκα" ή "ήθελα". Ειδικά από ένα σημείο και μετά, ένα "ήθελα" το έβρισκε υπεραρκετό, για να γίνει αποδεκτό ό,τι κι αν είχε κάνει, να μπει πίσω και να μην ενοχλεί. Δεν έμπαινε καν στον κόπο να βρει άλλο ρήμα.
Έλεγε όμως πως μετάνοιωνε. Κάθε φορά μετάνοιωνε - Όντως γιατί κάθε φορά δεν ήταν ποτέ ίδια με την προηγούμενη. Πάντα χειρότερη. - και ήθελε να μην το ξανακάνει. Να μην ξαναπεί ψέμματα. Και τα ψέμματα διαδεχόνταν το ένα το άλλο. Κι η μία μετάνοια την άλλη. Κι εκείνη όλο και περισσότερο απογοητευόταν. Του μιλούσε, προσπαθούσε να του εξηγήσει πως μ' αυτόν τον τρόπο, ξεπερνούσε κάθε όριο υπομονής κι ανοχής της. Του το έλεγε μ' όποιον τρόπο μπορούσε να φανταστεί. Με χαμόγελο, με ηρεμία, με νεύρα, με κλάμματα, με αγανάκτηση, με παρακάλια, με απειλές. Μα τίποτα δεν φαινόταν να τον αγγίζει.
συνεχίζεται...
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου