Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2008

Καλωσόρισμα

Άλλη μια ζωηρόχρωμη ψηφίδα ήρθε να ομορφύνει το ψηφιδωτό του σύμπαντος. Ένας ακόμα άγγελος κατέβηκε στη γη. Μια ακόμα ψυχή διάλεξε το σπιτικό της. Μια ακόμα οικογένεια βρήκε την ψυχή της.

Ένα πλασματάκι, τόσο δα μικρό, που όμως χωρά όλες τις ομορφιές του κόσμου. Ολες οι μουσικές, όλα τα χρώματα, όλα τα νοήματα, σ' ενα τόσο μικρό, τόσο αδύναμο σωματάκι.

Θυμάμαι...


Είναι απίστευτο, μέσα σε μια στιγμή αλλάζουν όλα τόσο πολύ, που αναρωτιέσαι πώς υπήρχες ως τώρα. Τα πάντα χάνονται μπροστά στο μεγαλείο της ζωής. Νάτη, μπροστά σου, με σάρκα και οστά. Την κοιτάζεις κι έχεις ήδη ξεχάσει γιατί ζούσες χθες.

Μια ανάσα, δυο μάτια και... μόλις έμαθες τι πραγματικά είναι η αγάπη.


Έγινε ξανά το θαύμα. Ένας ακόμα άγγελος ήρθε στη γη,να φωτίσει τις ζωές όσων θα έχουν την τύχη να βρεθούν κοντά του.


Ένα δάκρυ και μια αγκαλιά, ένα γέλιο κι ένα χάδι, απέραντη ευγνωμοσύνη και μια ευχή :

Να είναι ευλογημένο!


Καλώς όρισες στον κόσμο αγγελούδι.


Για τον Π.

*photos by Anne Geddes

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2008

Πόσο έτοιμος;

Πόσο προετοιμασμένος μπορεί να είναι κάποιος, για να γίνει γονέας; Πόσο προετοιμασμένος
μπορεί να είναι κάποιος, για να βιώσει το μεγαλύτερο θαύμα, το δικό του θαύμα, την
μεγαλύτερη αλλαγή στη ζωή του;

Παρεμπιπτόντως, πάντα πίστευα πως τα παιδιά διαλέγουν τους γονείς τους. Πως είναι ψυχές,
που περιμένουν μέχρι να βρουν τους κατάλληλους. Ποτέ δεν πίστεψα στο τυχαίο του πράγματος. Μπορεί εμείς να φτιάχνουμε το σώμα τους, όμως η ψυχή τους είναι κάπου εκεί έξω, περιμένοντας εμάς, να δημιουργήσουμε το σπίτι της, το σώμα όπου θα κατοικήσει. Τι μ' έκανε να το πιστεύω; Δεν ξέρω. Όμως κι όταν έγινα γονέας, αυτό ακριβώς ένοιωσα. Πως το παιδί μου, μ' είχε επιλέξει. Η ένωσή μας, δεν ήταν τυχαία.

Πόσο, λοιπόν, έτοιμος είναι κανείς, να γίνει γονέας; Και πώς να το χειριστεί; Ποιος ο σκοπός; Να δώσουμε ή να πάρουμε; Το πρώτο, θ' απαντούσε κανείς με μια πρώτη σκέψη. Είναι όμως μόνο αυτό; Αν δούμε τον ερχομό ενός παιδιού απ' την καθαρά "γήινη", φυσική του πλευρά, τότε, ναι. Σκοπός είναι να δώσουμε. Να δώσουμε προστασία, αγάπη, αρχές, μόρφωση, γνώση, παιδεία, στο παιδί μας κι έναν ακόμα άξιο πολίτη κι αυριανό γονιό, στον κόσμο. Αν, όμως, το δούμε απ' την άλλη πλευρά, την λιγότερο "γήινη", μήπως ο σκοπός είναι να γίνουμε εμείς καλύτεροι; Μήπως τα παιδιά μας, είναι οι δάσκαλοί μας; Μήπως θα 'πρεπε να τ' αφήσουμε να μας δείχνουν, αντί να τους δείχνουμε;

Λέμε όλοι, πως περιμένουμε απ' τα παιδιά μας να βελτιώσουν τα πράγματα, να φτιάξουν έναν καλύτερο κόσμο για τα ίδια και τα δικά τους παιδιά. Το ίδιο, φαντάζομαι, έλεγαν κι οι γονείς ή οι παππούδες μας. Ποιος όμως είναι ο "καλύτερος κόσμος"; Αυτός με τα περισσότερα χρήματα, τα μεταλλαγμένα τρόφιμα, για να μη μας λείπουν καμία εποχή, με τα ψηλότερα κτίρια, τα ταξίδια στο διάστημα, τα συμπαθητικά gadgets, τα χαμηλότερα επιτόκια;

Εγώ, τον καλύτερο κόσμο, τον βλέπω στα ίδια τα παιδιά. Όσο είναι παιδιά. Πριν ωριμάσουν και μας μοιάσουν. Όσο δεν γνωρίζουν την κακία, το μίσος, τον πόλεμο, τον φθόνο. Όσο δεν γνωρίζουν τι θα πει "πατώ επί πτωμάτων", όσο δε ζουν για το χρήμα κι ό,τι αυτό μπορεί να τους προσφέρει. Όσο χαμογελούν και μιλούν στον κάθε άγνωστο με χαρά, χωρίς να φοβούνται πως μπορεί να σκέφτεται να τους κάνει κακό. Όσο τα όνειρά τους είναι γεμάτα χρώματα, γέλια και παιχνίδια κι όχι άγχος για το αύριο. Όσο το χαμόγελό τους κι η αγκαλιά τους είναι αυθόρμητα κι όχι επειδή "έτσι πρέπει για να μη μας παρεξηγήσουν". Όσο δεν τους περνά απ' το μυαλό να φερθούν διαφορετικά σε κάποιον, επειδή έχει μαύρο χρώμα το δέρμα του ή επειδή δεν είναι ντυμένος με την τελευταία λέξη της μόδας και δεν οδηγεί ακριβό αυτοκίνητο.

Εκεί είναι ο καλύτερος κόσμος. Σ' αυτά τα παιδιά, που κάποτε ήμαστε εμείς και που, δυστυχώς, λίγα χρόνια αργότερα, θα είναι σαν εμάς.

Αυτά, τα παιδιά, είναι που μας δείχνουν τον δρόμο για τον παράδεισο. Κι εμείς, οι μεγάλοι, είμαστε αυτοί που τα μαθαίνουμε πως να ξεχάσουν ό,τι ξέρουν και να περάσουν το κατώφλι της κόλασης στην οποία τα φέραμε.

Δε θέλω να είμαι τέτοιος γονιός. Θέλω να μάθω απ' τα παιδιά μου. Θέλω να τα κρατήσω για πάντα παιδιά, στην ψυχή. Είναι δύσκολο, μα προσπαθώ...

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2008

"Alithia";;; Αι ντου νοτ νόου δις γουόρντ!


Τι όμορφη είναι η αλήθεια των παιδιών.. αυτή η αφοπλιστική ειλικρίνεια που τα διακρίνει, πριν αρχίσουν να μαθαίνουν πώς έχουν τα πράγματα στον κόσμο των μεγάλων.

Των μεγάλων... αυτών που φοβούνται τον διπλανό τους, την σκιά τους, ακόμα και τον ίδιο τους τον εαυτό. Αυτών που κρύβουν τις αλήθειες τους και που ψάχνουν ξένες αλήθειες στους άλλους.

Νοσταλγώ την εποχή που ήμουν παιδί. Που ρωτούσα "θέλεις να γίνουμε φίλοι;" κι έπαιρνα ως απάντηση ένα ξεγυρισμένο κι απροκάλυπτο "Όχι", χωρίς δικαιολογίες και σάλτσες. (από λίγους, μη φανταστείς, ήμουν συμπαθητικό παιδάκι).

Μου τη δίνει το ψέμμα.

Μου τη δίνουν, ας πούμε, τα κομπλιμέντα χωρίς βάση. Μα, πραγματικά, δεν είναι γελοίο να βγαίνεις απ' το σπίτι, άγρια χαράματα, με την τσίμπλα στο μάτι, τις χαρακιές απ' το μαξιλάρι στο μάγουλό σου να μαρτυρούν πως ακόμα δεν έχεις αποκτήσει πλήρη επαφή με την πραγματικότητα, με τη μούρη στο πάτωμα απ' τη νύστα, το χαμόγελο στην κωλότσεπη, άβαφη, αχτένιστη, φορώντας ό,τι βρήκες μπροστά σου με μια πρόχειρη ματιά και ν' ακούς "αχ, τι όμορφη είσαι σήμερα!"; Ή, να έχεις πάει διακοπές, να έχεις βάλει 10 κιλά κι επιστρέφοντας, με τα μόνα ρούχα που κουμπώνουν, αφού δεν χωράς πια ούτε σε τσουβάλι για πατάτες, παραδόξως, κάποιοι να εκπλήσσονται απ' το πόσο πολύ και πόσο γρήγορα αδυνάτισες; Πόσα κιλά καθυστέρησης, δηλαδή, πρέπει να κουβαλάς για να τα πιστέψεις;

Μου τη δίνουν, επίσης, οι δικαιολογίες χωρίς λόγο, για πράγματα που ούτε σ' αφορούν, ούτε θα σκεφτόσουν, ποτέ,να ρωτήσεις, όπως: "Άσε, πήγαμε Σφακιανάκη χτες. Ωραία ήταν." και μετά από λίγη σκέψη, "Όχι πως ακούω Σφακιανάκη, βέβαια, για την παρέα πήγα, ξέρεις, για να μη λένε. Εγώ ούτε που τον αντέχω". Ναι, οκ, μ' έπεισες τώρα. Ποιος χέστηκε ρε συ για το αν τον ακούς ή οχι;

Μου τη δίνουν οι πολιτικοί, οι θρησκευτικοί ηγέτες, όλοι όσοι λένε ψέμματα, μα περισσότερο μου τη δίνουν τα ψέμματα απ' τους κοντινούς μου ανθρώπους. Τους ανθρώπους που με γνωρίζουν. Τους ανθρώπους που έχω ανάγκη να εμπιστευτώ. Ναι, το 'χω ανάγκη να ξέρω πως σ' αυτούς μπορώ να στηριχτώ. Έχω ανάγκη να κρατώ τον λόγο τους χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς να αναρωτιέμαι τι μπορεί να κρύβεται πίσω απ' αυτό που φτάνει στ' αυτιά μου. Όσο έχω ανάγκη να τους προσφέρω κι εγώ αυτή τη σιγουριά.

Μην παρεξηγηθώ, δεν είμαι υπέρ της ωμότητας, ούτε της έλλειψης τακτ. Απλά μ' αρέσουν οι αλήθειες κι ας τιμωρούμαι συχνά γι' αυτό.

Το κακό μ' όλα αυτά, είναι πως είναι δεδομένο πια το ψέμμα. Λες αλήθειες, αλλά δεν σε πιστεύουν. Άντε μετά ν' αποδείξεις πως δεν είσαι ελέφαντας.

*και,ναι, λέω κι εγώ ψέμματα καμμιά φορά...

Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2008

Παρελθόν, παρόν, μέλλον.

Παρελθόν. Παρόν. Μέλλον. Τόσο εύκολες λέξεις, τόσο δύσκολες έννοιες. Νομίζεις πως μπορείς να τα ξεχωρίσεις, είσαι βέβαιος πως μπορείς, όμως, τελικά, δεν είναι τόσο απλό όσο πιστεύεις.

Λένε πως το παρελθόν, τ' αφήνεις πίσω. Το κουβαλάς μόνο σαν αποσκευή, στα σεντούκια της μνήμης. Κι όμως, ποτέ δεν μένει πίσω. Πάντα σ' ακολουθεί κρυφά, κατάσκοπος ντυμένος στα μαύρα, ψάχνοντας την αφορμή να εμφανιστεί μπροστά σου, να σου κλείσει το μάτι. Δεν το ξέρεις, μέχρι που το συναντάς, στο παρόν σου, στο δρόμο για το μέλλον.

Άλλοτε έρχεται σαν φίλος. Σου φέρνει θύμισες, ήχους, μυρωδιές, γέλια, δάκρυα απ' τα παλιά, που τα συζητάτε για λίγο, με δυο ποτήρια κρασί και μετά γυρίζετε, αυτό στο σεντούκι του κι εσύ στο δρόμο σου. Άλλοτε, όμως, οι διαθέσεις του δεν είναι τόσο φιλικές. Λες και ζηλεύει, σε θέλει, δεν αντέχει να σε δει να προχωράς.

"Σε καταλαβαίνω και με κάνει να σ' εκτιμώ" της είπε. "Είναι όμορφο που κρατάς γλυκές αναμνήσεις". Εκείνη τον κοίταξε και χαμογέλασε. Τον πίστεψε. Έπαψε ν' ανησυχεί, έπαψε να φοβάται. Τον αγκάλιασε, ένοιωσε τη ζεστασιά του κορμιού του στο δικό της και το χαμόγελό της έγινε πιο πλατύ.

Πάντα η αίσθησή του πολλαπλασιάζει τα συναισθήματα. Το γέλιο και το δάκρυ της γίνονται εντονότερα όταν είναι κοντά του.

"Όμως δεν έπρεπε να είχε γίνει αυτό", συνέχισε. "το καταλαβαίνεις πως δεν έπρεπε, έτσι δεν είναι;" τα μάτια του σκοτείνιασαν, το χαμόγελό της πάγωσε. "Δεν το μετάνοιωσες, αυτό με προβληματίζει." Τα χέρια της, αργά, άφησαν το σώμα του να γλυστρήσει και να πάρει απόσταση απ' το δικό της. Τον κοίταξε βουρκωμένη. Ηξερε τη συνέχεια. Δεν θα τ' άφηνε εκεί, θα συνέχιζε για ώρες, για μέρες, θα την έκανε πάλι να κλάψει. Άναψε τσιγάρο, άφησε το βλέμμα της περιπλανηθεί στα παράξενα σχέδια του καπνού που ανέβαινε στον ουρανό. "Έτσι το φανταζόμουν", σκέφτηκε,"έτσι το ήθελα. Σαν αέρινο χορό, ψυχών και κορμιών. Χωρίς βαρύτητα, χωρίς εμπόδιο, χωρίς τέλος." Αυτό την είχε κάνει να πιστέψει πως θα ζούσαν. Το έζησε μαζί του. Για λίγο. Κι από τότε, ψάχνει πάντα να το βρει, σε κάθε του βλέμμα, σε κάθε του κίνηση, σε κάθε του λέξη.

"Πάμε; Είναι αργά." της είπε. Τα μάτια του ακόμα σκοτεινά. "Σ' αγαπάω", του είπε και τον κοίταξε παρακλητικά. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά καθώς εκείνος σηκωνόταν κι η μορφή του γέμιζε τον χώρο. "Το ξέρω" της απάντησε κι άρχισε να ντύνεται. Σιωπή. Δεν γύρισε καν το βλέμμα του προς το μέρος της. Ντύθηκε κι εκείνη, αργά, κουρασμένα. Ακόμα είχε τη μυρωδιά του πάνω της, την ρουφούσε, στην προσπάθειά της να την κρατήσει όσο περισσότερο μπορούσε. Δεν μίλησαν πολύ στο δρόμο. Τον καληνύχτισε κι έμεινε να κοιτάζει τον δρόμο, καθώς εκείνος απομακρυνόταν. Άνοιξε την τσάντα της κι έβγαλε το κλειδί. Το έβαλε στην πόρτα, πήρε ακόμα μια βαθιά ανάσα και την άνοιξε. Γύριζε στη ζωή της. Στην πραγματικότητα. Μα στα μάτια της, στο κορμί της, είχε ακόμα εκείνον.

Παρελθόν. Παρόν. Μέλλον. Τόσο εύκολες λέξεις, τόσο δύσκολες έννοιες. Νομίζεις πως μπορείς να τα ξεχωρίσεις, είσαι βέβαιος πως μπορείς, όμως, τελικά, δεν είναι τόσο απλό όσο πιστεύεις...

Il y a un an, un siècle, il y a une éternité...



Εγώ κι εσύ. Εγώ κι εσύ, εδώ. Μαζί, μα τόσο μακρυά. Μακρυά απ' όσα θελήσαμε, απ' όσα ζητήσαμε. Ήταν τόσα που ήθελα να σου πω, μα, νομίζω, δεν έφταναν οι λέξεις. Είναι τόσα που θέλω να σου πω, μα, νομίζω, δεν φτάνει ο χρόνος. Σ' αγαπώ, μα δεν ξέρω πώς να στο δείξω. Μ' αγαπάς, μα δεν ξέρω πώς να το νοιώσω. Κοντεύει ένας χρόνος. Ένας αιώνας. Μια αιωνιότητα...

Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2008

Μία στιγμή



Ερχεται κάποτε μια στιγμή στη ζωή του ανθρώπου, που όλα αλλάζουν. Δεν είναι κάτι που περιμένεις ή που φαντάζεσαι. Ισως να είναι αυτό που βλέπεις στα πιο βαθιά σου όνειρα. Αυτά τα όνειρα που σε κάνουν να ξυπνάς μ’ ένα χαμόγελο χαραγμένο στα χείλη, αλλά που δεν μπορείς, όσο κι αν προσπαθείς, να θυμηθείς. Ισως γιατί φοβάσαι να πιστέψεις πως θα μπορούσε να είναι αληθινό. Ισως γιατί έχεις μεγαλώσει με την πεποίθηση πως στη ζωή δεν παίρνουμε αυτό που πραγματικά θέλουμε, αλλά αυτό που μας αναλογεί. Αρχικά αναρωτιέσαι, αν και φοβάσαι να πιστέψεις. Με τον καιρό όμως, παύεις να το σκέφτεσαι. Δεν σ’ απασχολεί πια. Το θεωρείς δεδομένο κι αρκείσαι σ’ αυτά τα όνειρα που δεν ξέρεις. Δένεσαι μ’ αυτό το χαμόγελο και το κάνεις μέρος της ζωής σου. Είναι μια ευτυχία κρυμμένη μέσα σου. Μια ευτυχία που δεν μπορείς να μοιραστείς με κανέναν, αφού κι εσύ δεν ξέρεις από που προέρχεται. Μα και που δεν θέλεις να μοιραστείς με κανέναν, για να μη χαθεί η μαγεία. Είναι αυτή που σου δίνει δύναμη να προχωρήσεις. Αυτή η μικρή γωνίτσα του μυαλού σου, όπου μπορείς να μπεις και να ξεχάσεις ό,τι κι αν σου συμβαίνει. Εκεί είσαι ελεύθερος να ζήσεις όπως θα ήθελες. Είναι η αγαπημένη σου γωνιά. Η φωλιά των «θέλω» σου. Η φωλιά των ονείρων που δεν θα γίνουν ποτέ πραγματικότητα. Η φωλιά του είναι σου. Εκεί είσαι ο εαυτός σου. ‘Η μπορεί και όχι. Μπορεί και να είσαι αυτό που θα ήθελες να είναι ο εαυτός σου. Η παραμονή εκεί, συνήθως, διαρκεί λίγο. Ο χρόνος, όμως, δεν έχει σημασία. Υπάρχουν φορές που έστω και λίγα δευτερόλεπτα στη γωνιά σου, αρκούν για να μπορέσεις να ζήσεις για μέρες ή και για μήνες έξω απ’ αυτήν. Κι η ζωή κυλάει. ‘Αλλοτε ευχάριστα, άλλοτε δυσάρεστα. Οι δυσκολίες, όμως, δε σε φοβίζουν. Τις αντέχεις και προσπαθείς να κάνεις τα πράγματα όμορφα για σένα και γι’ αυτούς που είναι γύρω σου. Αντέχεις, γιατί έχεις ευθύνη απέναντι στη ζωή. Στη ζωή που διάλεξες, προσπαθώντας να χτίσεις κάτι καλό. ‘Ηταν η καλύτερη δυνατή επιλογή. Κι αξίζει να προσπαθήσεις. Δεν μετανοιώνεις για την επιλογή σου. Δεν έχεις λόγο να μετανοιώσεις, αφού ξέρεις πως την έκανες έχοντας τις καλύτερες προθέσεις. Ήταν ό,τι βρήκες πιο κοντά σ’ αυτό που ήθελες. ‘Η σ’ αυτό που χρειαζόσουν. ‘Η σ’ αυτό που νόμιζες πως χρειαζόσουν. Μάλιστα, νοιώθεις ευτυχής για την επιλογή σου. Κοιτάζοντας γύρω σου, βλέπεις πολλά λάθη. Βλέπεις ανθρώπους που δεν σκέφτηκαν όσο έπρεπε και τώρα πληρώνουν αυτό τους το λάθος. Εσύ σκέφτηκες. Εσύ ήξερες τι ήθελες. ‘Ηξερες τι μπορούσες να περιμένεις. Εσύ δεν βιάστηκες.

Δεν βιάστηκες?

‘Ολα μοιάζουν αρμονικά. Ακόμα και τα εμπόδια που συναντάς, σε κάνουν να χαίρεσαι, κατά βάθος, γιατί σου δείχνουν πόση δύναμη έχεις. Τα ξεπερνάς και πάντα νοιώθεις υπερηφάνεια για τον εαυτό σου. Υπερηφάνεια, που αποδεικνύεις πως έχεις αποφασίσει να πετύχεις το καλύτερο. Μετά από κάθε δυσκολία, αισθάνεσαι να έχεις αδειάσει. Και τότε μπαίνεις για λίγο και πάλι στη γωνιά σου και τα ξεχνάς όλα. Και είσαι μακριά απ’ όλους. Και πλημμυρίζεις ενέργεια. Κι ετοιμάζεσαι για τη συνέχεια. Για την επόμενη δυσκολία. Εχεις προετοιμαστεί για όλα. «Όλα αντιμετωπίζονται», σκέφτεσαι. Δεν υπάρχει πρόβλημα χωρίς λύση. ‘Ετσι έχεις μάθει. Τίποτα, εκτός απ’ τον θάνατο, δεν μπορεί να σε λυγίσει. Αυτό είναι βέβαιο.

Είναι?

Και τότε έρχεται αυτή η στιγμή στη ζωή σου. Η στιγμή που ποτέ δεν περίμενες. Η στιγμή που τ’ ανατρέπει όλα. Η στιγμή που σε κάνει ν’ αναθεωρήσεις όσα πίστευες. Η στιγμή που σε κάνει να μην αναγνωρίζεις πια τον εαυτό σου. Η στιγμή που φέρνει, επιτέλους, στη μνήμη σου, τα όνειρα που δεν μπορούσες, ποτέ πριν, να θυμηθείς. Η στιγμή που μαθαίνεις γιατί είχες πάντα αυτό το χαμόγελο χαραγμένο στα χείλη. Η στιγμή που μπορείς πια να μοιραστείς την ευτυχία σου με την ίδια της την πηγή. Η στιγμή που εκείνη η μικρή γωνιά του μυαλού σου, γίνεται ο κόσμος σου.

Κι είναι τότε, που βεβαιώνεσαι πως δε βιάστηκες. Και πως ίσως, εκτός απ’ τον θάνατο, υπάρχει και κάτι άλλο που δεν μπορείς ν’ αντέξεις. Το να περάσει αυτή η στιγμή. Το να χάσεις αυτή την μαγεία. Το να ξαναχαθεί όλος ο κόσμος, σ’ εκείνη τη μικρή γωνιά του μυαλού σου. Το να γυρίσει η ευτυχία σ’ εκείνα τα όνειρα. Γιατί ξέρεις πως τώρα όλα θα είναι πιο δύσκολα. Δεν θα μπορείς να ξυπνάς το πρωί και να μην τα θυμάσαι. Δεν θα μπορείς να έχεις πια εκείνο το χαμόγελο χαραγμένο στα χείλη. Γιατί έγινε αυτό που ποτέ δεν φανταζόσουν. Γιατί δεν είσαι πια όπως πριν. Γιατί τώρα ξέρεις πως υπάρχει αυτό που πραγματικά ήθελες. Δεν φοβάσαι πια να το πιστέψεις. Γιατί, επιτέλους, έζησες τα όνειρά σου...