Παρελθόν. Παρόν. Μέλλον. Τόσο εύκολες λέξεις, τόσο δύσκολες έννοιες. Νομίζεις πως μπορείς να τα ξεχωρίσεις, είσαι βέβαιος πως μπορείς, όμως, τελικά, δεν είναι τόσο απλό όσο πιστεύεις.
Λένε πως το παρελθόν, τ' αφήνεις πίσω. Το κουβαλάς μόνο σαν αποσκευή, στα σεντούκια της μνήμης. Κι όμως, ποτέ δεν μένει πίσω. Πάντα σ' ακολουθεί κρυφά, κατάσκοπος ντυμένος στα μαύρα, ψάχνοντας την αφορμή να εμφανιστεί μπροστά σου, να σου κλείσει το μάτι. Δεν το ξέρεις, μέχρι που το συναντάς, στο παρόν σου, στο δρόμο για το μέλλον.
Άλλοτε έρχεται σαν φίλος. Σου φέρνει θύμισες, ήχους, μυρωδιές, γέλια, δάκρυα απ' τα παλιά, που τα συζητάτε για λίγο, με δυο ποτήρια κρασί και μετά γυρίζετε, αυτό στο σεντούκι του κι εσύ στο δρόμο σου. Άλλοτε, όμως, οι διαθέσεις του δεν είναι τόσο φιλικές. Λες και ζηλεύει, σε θέλει, δεν αντέχει να σε δει να προχωράς.
"Σε καταλαβαίνω και με κάνει να σ' εκτιμώ" της είπε. "Είναι όμορφο που κρατάς γλυκές αναμνήσεις". Εκείνη τον κοίταξε και χαμογέλασε. Τον πίστεψε. Έπαψε ν' ανησυχεί, έπαψε να φοβάται. Τον αγκάλιασε, ένοιωσε τη ζεστασιά του κορμιού του στο δικό της και το χαμόγελό της έγινε πιο πλατύ.
Πάντα η αίσθησή του πολλαπλασιάζει τα συναισθήματα. Το γέλιο και το δάκρυ της γίνονται εντονότερα όταν είναι κοντά του.
"Όμως δεν έπρεπε να είχε γίνει αυτό", συνέχισε. "το καταλαβαίνεις πως δεν έπρεπε, έτσι δεν είναι;" τα μάτια του σκοτείνιασαν, το χαμόγελό της πάγωσε. "Δεν το μετάνοιωσες, αυτό με προβληματίζει." Τα χέρια της, αργά, άφησαν το σώμα του να γλυστρήσει και να πάρει απόσταση απ' το δικό της. Τον κοίταξε βουρκωμένη. Ηξερε τη συνέχεια. Δεν θα τ' άφηνε εκεί, θα συνέχιζε για ώρες, για μέρες, θα την έκανε πάλι να κλάψει. Άναψε τσιγάρο, άφησε το βλέμμα της περιπλανηθεί στα παράξενα σχέδια του καπνού που ανέβαινε στον ουρανό. "Έτσι το φανταζόμουν", σκέφτηκε,"έτσι το ήθελα. Σαν αέρινο χορό, ψυχών και κορμιών. Χωρίς βαρύτητα, χωρίς εμπόδιο, χωρίς τέλος." Αυτό την είχε κάνει να πιστέψει πως θα ζούσαν. Το έζησε μαζί του. Για λίγο. Κι από τότε, ψάχνει πάντα να το βρει, σε κάθε του βλέμμα, σε κάθε του κίνηση, σε κάθε του λέξη.
"Πάμε; Είναι αργά." της είπε. Τα μάτια του ακόμα σκοτεινά. "Σ' αγαπάω", του είπε και τον κοίταξε παρακλητικά. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά καθώς εκείνος σηκωνόταν κι η μορφή του γέμιζε τον χώρο. "Το ξέρω" της απάντησε κι άρχισε να ντύνεται. Σιωπή. Δεν γύρισε καν το βλέμμα του προς το μέρος της. Ντύθηκε κι εκείνη, αργά, κουρασμένα. Ακόμα είχε τη μυρωδιά του πάνω της, την ρουφούσε, στην προσπάθειά της να την κρατήσει όσο περισσότερο μπορούσε. Δεν μίλησαν πολύ στο δρόμο. Τον καληνύχτισε κι έμεινε να κοιτάζει τον δρόμο, καθώς εκείνος απομακρυνόταν. Άνοιξε την τσάντα της κι έβγαλε το κλειδί. Το έβαλε στην πόρτα, πήρε ακόμα μια βαθιά ανάσα και την άνοιξε. Γύριζε στη ζωή της. Στην πραγματικότητα. Μα στα μάτια της, στο κορμί της, είχε ακόμα εκείνον.
Παρελθόν. Παρόν. Μέλλον. Τόσο εύκολες λέξεις, τόσο δύσκολες έννοιες. Νομίζεις πως μπορείς να τα ξεχωρίσεις, είσαι βέβαιος πως μπορείς, όμως, τελικά, δεν είναι τόσο απλό όσο πιστεύεις...
Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου