Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου 2009
Μια ιστορία (συνέχεια 4)
Κι έτσι δέχτηκε για άλλη μια φορά. Τι; Δεν ήξερε. Να προσπαθήσει για τι; Δεν ήξερε. Δέχτηκε όμως. Δέχτηκε γιατί απλά δεν μπορούσε να φύγει. Ήξερε πόσο κακό έκανε στον εαυτό της μ' αυτή της την απόφαση. Ήξερε βαθιά μέσα της, πως ήταν αδύνατον, δεν έπρεπε να τον πιστέψει. Μα δέχτηκε. Κι ένα βράδυ που ήταν μαζί, έγινε το αδιανόητο. Την κάλεσε κάποιος γνωστός της στο τηλέφωνο κι εκείνη απάντησε. Κι αυτό ήταν αρκετό για φέρει την καταστροφή.
Ο, απλώς ειλικρινής, άνθρωπος που γύρισε γιατί αγαπάει, που γύρισε μετανοιωμένος, που γύρισε παρακαλώντας, που γύρισε έχοντας -υποτιθέμενα- πλήρη επίγνωση του τι είχε κάνει και σε ποιον, σ' έναν άνθρωπο που του έδινε τα πάντα και που ποτέ δεν του έδωσε το παραμικρό δικαίωμα, γύρισε κυρίως με θράσσος κι απαιτήσεις!
Έγινε έξαλλος. Ήταν απαράδεκτη που απάντησε στο τηλέφωνο. Ήταν απαράδεκτη που το έκανε μπροστά του. Ήταν υπεράνω των δυνάμεών του το να δεχτεί κάτι τέτοιο. Δεν του έδινε ευκαιρία. Τον δέχτηκε μόνο για να τον πληγώσει. Καμία ευκαιρία δεν του έδωσε ποτέ. Εκείνος ήρθε να την δει όλος χαρά, να την αγκαλιάσει κι εκείνη απάντησε στο τηλεφώνημα και τα κατέστρεψε όλα. Αυτά ήταν τα λόγια του. Εκείνη αρχικά απλώς έμεινε άναυδη. Μετά το πρώτο σοκ όμως, ήταν αδύνατον να συγκρατήσει τον θυμό της. Πώς τολμούσε ο ίδιος άνθρωπος που τόσο απάνθρωπα την υπέβαλλε σ' αυτό το μαρτύριο να απαιτεί ο,τιδήποτε; Και πώς μπορούσε να λέει πως δεν του έδινε ευκαιρία; Τι θεωρούσε ευκαιρία; Το να έχει απο κείνη ό,τι είχε πάντα;
Όχι. Δεν είναι έτσι οι ευκαιρίες. Θα έπρεπε να προσπαθήσει για να κερδίσει πια ό,τι ήθελε. Θα έπρεπε τουλάχιστον να αποδείξει πως όλα τα περί αποφάσεων, αγάπης, ειλικρινούς και συνειδητής επιστροφής του σ' εκείνη, ήταν αληθινά. Μα ούτε αυτό μπόρεσε. Ήταν φυσικό να μην μπορεί ν' αποδείξει κάτι που δεν ίσχυε. Πλέον, κάθε τους συζήτηση ήταν μια ακόμα απογοήτευση για εκείνη. Τον άκουγε στην ίδια φράση να λέει πόσο σίγουρος γύρισε και πόσο άγνωστος του είναι ο ίδιος του ο εαυτός. Πόσο είναι αποφασισμένος να είναι σωστός απέναντί της και πόσο δεν θα ήθελε να ξανακάνει το ίδιο λάθος που έκανε. Πως εξακολουθεί να εννοεί όσα της έλεγε απ' όταν πρωτογνωρίστηκαν και πόσο πρόσκαιρα είναι τα "πάντα" και τα "ποτέ" του. Σε κάθε κουβέντα του, έβλεπε έναν άνθρωπο διχασμένο. Κάποιον που, ίσως, προσπαθούσε να πείσει και τον εαυτό του πως τα εννοούσε, μα που του ήταν αδύνατον.
Τον αγαπούσε; Τι αγαπούσε; Δεν αγαπούσε εκείνον. Αγαπούσε κάποιον που είχε χαθεί οριστικά. Αυτός ο άνθρωπος της ήταν άγνωστος, ξένος. Όσο κι αν ήθελε να πιαστεί από κάτι, καθημερινά γινόταν όλο και πιο φανερό πως δεν υπήρχε τίποτα πια. Έπρεπε να το πάρει απόφαση. Κάθε φορά που τον έβλεπε σκιζόταν η καρδιά της από αγάπη, μα ήταν τόσο πονεμένη και ψυχραμένη πια που δεν μπορούσε να τ' αφήνει αυτό να την κρατάει σε μια κατάσταση που μόνο δυστυχία είχε να προσφέρει.
συνεχίζεται...
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου