Άνοιξε τα μάτια και κοίταξε γ


Κι οι μέρες κυλούσαν γεμάτες ανέμελα γέλια, τρυφερά χάδια, υγρά φιλιά, καυτές αγκαλιές. Ήταν μόνο οι δυο τους στο σύμπαν. Η ζωή, άρχιζε και τελείωνε τις ώρες που μπορούσαν να γεύονται ο ένας τον άλλον. Υπήρξαν και προβλήματα, μα δεν ή
ταν ικανά να τους απομακρύνουν. Κανείς και τίποτα δεν έδειχνε να μπορεί να χωρέσει ανάμεσά τους... Πόσοι αιώνες είχαν περάσει από τότε;

Προσπάθησε να φέρει μπροστά της το πρόσωπό του. Να σχηματίσει τα χείλη του, την καμπύλη των φρυδιών του, κάθε μικρή ρυτίδα στις άκρες των ματιών του, μα δυσκολεύτηκε. Της πήρε πολύ χρόνο, για ν' ανακαλύψει τελικά, πως αρκετές λεπτομέρειες δεν υπήρχαν στη μνήμη της. Γέλασε. Δεν είχε ποτέ σκεφτεί να τον παρατηρήσει με τόση προσοχή, ίσως γιατί δεν είχε ποτέ σκεφτεί τη στιγμή που δε θα τον είχε πια κοντά της.
Ένας θόρυβος τάραξε τη σιωπή κι η οθόνη του κινητού της άναψε. Είχε μήνυμα. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, το πήρε στο χέρι της και πάτησε το πλήκτρο της ανάγνωσης. Κάποιος φίλος την ρωτούσε πού είχε χαθεί. Το άφησε δίπλα της χωρίς ν' απαντήσει. Είχε πραγματικά ελπίσει πως θα ήταν εκείνος; ρώτησε σιωπηρά τον εαυτό της. Όχι, έδωσε την απάντηση. Ήξερε πως θα επικοινωνούσε μαζί της, μα όχι τόσο σύντομα. Όπως ήξερε και τι να περιμένει όταν θα το έκανε. Μια επικοινωνία ψυχρή, τυπική, χωρίς ίχνος συναισθήματος. Τίποτα να θυμίζει τις στιγμές που είχαν περάσει αγκαλιά.
Έτσι γινόταν πάντα. Θυμήθηκε τον πανικό που της δημιουργούσε τις πρώτες φορές που το είδε να συμβαίνει. Αργότερα το συνήθισε. Έμαθε να τον περιμένει υπομονετικά. Δεν σταμάτησε, όμως, ποτέ να την πειράζει. Όσο περνούσε ο καιρός, όλο και περισσότερο. Πόσες φορές του το είχε πει, μα δεν άλλαξε τίποτα. Κάθε φορά το ίδιο, ίσως και πιο έντονα. Κάθε φορά πιο μακριά.
Άναψε τσιγάρο και σκέφτηκε το τελευταίο που είχαν μοιραστεί. Ίσως ήταν και το μο

Τα φώτα της πόλης περνούσαν γρήγορα από μπροστά της αραιώνοντας όσο απομακρυνόταν. Η νύχτα είχε σκε

Άφησε το αυτοκίνητο και προχώρησε, σχεδόν στα τυφλά. Βρήκε ένα βολικό σημείο στα βράχια, πολύ κοντά στο νερό και κάθισε. Γρήγορα το κρύο έγινε έντονο. Τυλίχτηκε με το χοντρό μπουφάν κι έκλεισε τα μάτια. Θυμήθηκε την τελευταία φορά που είχε κάνει το ίδιο. Πόσο φοβισμένη και μόνη ένοιωθε. Νύχτα και τότε, σε άγρια, αγαπημένη θάλασσα, κάπου μακρυά.

Τώρα όμως ήταν διαφορετικά. Τώρα ήταν ήρεμη. Σίγουρη. Δεν είχε τίποτα να φοβάται. Απολάμβανε τις μικροσκοπικές σταγόνες που έφερνε ο αέρας στο πρόσωπό της. Τα ίχνη της ανάσας της, ανακατεμένα με τον καπνό του τσιγάρου, εξαφανίζονταν γρήγορα από μπροστά της. Τα δάχτυλά της είχαν παγώσει και πονούσαν, αλλά δεν την ένοιαζε. Ένοιωθε τόσο όμορφα να είναι εδώ, που τίποτα δεν την ένοιαζε. Έμεινε πολλή ώρα. Πήρε μέσα της με μεγάλες ανάσες τη θαλασσινή αύρα, κράτησε τους ήχους στο μυαλό της, για να την νανουρίσουν αργότερα. Κάποια στιγμή, τρέμοντας πια απ' το κρύο, περπάτησε ως το αυτοκίνητο, μπήκε μέσα, άναψε τους προβολείς κι έμεινε λίγα λεπτά ακόμα να κοιτάζει το νερό, προσπαθώντας να το χορτάσει. Κάτι που ποτέ δεν θα κατάφερνε.

Έφτασε στο σπίτι, κλείδωσε, έβγαλε το μπουφάν και τις μπότες της και στάθηκε στην πόρτα του δωματίου για λίγο. Αποφασιστικά άναψε το φως, προχώρησε, πήρε το τασάκι και τα ποτήρια, τα άδειασε, τα έπλυνε και τα άφησε να στεγνώσουν. Γύρισε στο δωμάτιο, σήκωσε τ

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου