Άνοιξε τα μάτια και τον είδε. Με το πιο γλυκό του χαμόγελο, την καλωσόρισε στην καινούρια μέρα.
Όπως παλιά.
Τα δάχτυλά του ταξίδευαν στο πρόσωπό της. Άνοιξε το στόμα του και ξεχύθηκαν μουσικές, αγάπης λόγια.
Όπως παλιά.
Ένας λυγμός ανέβηκε στον λαιμό κι απ' τα μάτια της κύλησε ένα δάκρυ, μα τα χείλη του το πήραν μακρυά.
Όπως παλιά.
"Μην κλαις", της είπε. "Ποτέ δε θέλω να δω ξανά δάκρυα στα μάτια σου". Η μέρα έλαμπε, εκείνος έλαμπε.
Όπως παλιά.
Δεν ήθελε να κοιμηθεί ποτέ ξανά. Ήθελε μόνο να μείνουν εκεί, οι δυο τους. Με το χαμόγελό του. Με τα δάχτυλά του να ταξιδεύουν στο πρόσωπό της.
Όπως παλιά.
Βούτηξε στον βυθό των ματιών του. Βυθός γεμάτος θησαυρούς, γεμάτος ομορφιές. Μπορούσε να μείνει εκεί για πάντα. Ήθελε να μείνει εκεί για πάντα.
Όπως παλιά.
"Σ' αγαπώ" της είπε, "Ποτέ δε θα κουραστώ να στο λέω. Μ' ακούς? Σ' αγαπώ ζωή μου."
Όπως παλιά.
Ανοιξε τα μάτια νομίζοντας πως... Σκοτάδι. Δεν είχε ξημερώσει. Έκλεισε το ξυπνητήρι. Δεν θα τ' άφηνε να σπάσει την πυκνή σιωπή. Σηκώθηκε και κοίταξε τον άδειο δρόμο. Ένας λυγμός ανέβηκε στον λαιμό κι απ' τα μάτια της κύλησε ένα δάκρυ. Το ακολούθησε κι άλλο και μετά κι άλλο κι άλλο... Τα άφησε να ταξιδέψουν στο πρόσωπό της.
Όπως παλιά.