Παρασκευή 28 Μαΐου 2010

Φως





Θα πρέπει να κόντευαν μεσάνυχτα. Δεν ήξερε καν που ήταν. Περπατούσε με μικρά προσεκτικά βήματα, σκοντάφτοντας κάθε τόσο σε εμπόδια. Τα χέρια της ήταν απλωμένα μπροστά, ψαχουλεύοντας τον αέρα. Δεν άγγιζε τίποτα, φαντάστηκε πως σκόνταφτε μάλλον σε πέτρες.


Από κάπου μακριά άκουσε φωνές. Της φάνηκε πως τραγουδούσαν. Στάθηκε μια στιγμή ν' αφουγκραστεί κι αποφάσισε να προχωρήσει προς εκείνη την κατεύθυνση. Και πάνω που έκανε το δεύτερο βήμα, οι φωνές απομακρύνθηκαν κι άλλο,χαμήλωσαν και χάθηκαν. Στραβομουτσούνιασε και ξεφύσηξε αγανακτισμένη. Σκατά! Ήταν η μόνη της πυξίδα.

Το σκοτάδι πηχτό, το ένοιωθε να τυλίγεται γύρω της, να σφίγγει τον λαιμό της. Δεν το άντεχε. Δεν το φοβόταν ποτέ, απλά δεν μπορούσε να το ανεχτεί.

Σκέφτηκε πόσο της άρεσε το φως. Πόσο τα ωραία πράγματα, έδειχναν ωραιότερα, όταν ήταν στο φως. Μπορεί οι σκιές να ήταν αυτές που δημιουργούσαν βάθος, όμως τα έκαναν όλα πιο μουντά και καμιά φορά έκρυβαν εκπληκτικές λεπτομέρειες...

Τον θυμήθηκε, κάποιες ώρες νωρίτερα, λουσμένο στο μεσημεριανό φως. Χαμογέλασε. Τόσο όμορφος... Όσο και τη μέρα που τον πρωτοείδε. Αργότερα, κάθισαν αγκαλιασμένοι με τα μάτια στραμμένα στα βαθιά χρώματα του δειλινού κι ύστερα ο ήλιος χάθηκε κι ήρθε το σκοτάδι. Κι η ματιά του έχασε το φως της.

Όχι. Όχι τότε. Είχε συμβεί νωρίτερα, απλά τότε το συνειδητοποίησε. Η ματιά του, το χαμόγελό του, είχαν σκοτεινιάσει. Μα πως; Αφού θυμόταν τη σπίθα στο βλέμμα του. Γύρισε λίγο πίσω. Ναι, καλά θυμόταν. Την είχε δει αρκετές φορές να εμφανίζεται στιγμιαία, απλά δεν ήταν για κείνη.

Τον ρώτησε. Της το είπε. Όσο πιο ήπια μπορούσε. "Ίσως, δεν ξέρω, δεν νομίζω, μπορεί όμως, μάλλον..." Περισσότερο την πείραξε ο τρόπος, παρά το γεγονός. Και το ότι δεν της το είχε πει νωρίτερα. Όταν ο ίδιος κατάλαβε ότι συνέβη. Έπρεπε να της το είχε πει.

Του έδωσε ένα τρυφερό φιλί, του είπε καληνύχτα και γύρισε να φύγει. Εκείνος της κράτησε το χέρι για λίγο, σαν να μην ήθελε να την αφήσει, μα μόλις τον κοίταξε, το κράτημά του χαλάρωσε κι έτσι το χέρι της γλύστρησε απ' το δικό του. Του χαμογέλασε και περπάτησε μακριά του. Ώρες.

Και νάτη τώρα εδώ, στη μέση του πουθενά, τυλιγμένη σ' αυτό το αντιπαθητικό σκοτάδι. Δεν είχε ιδέα πού ήταν, προς τα πού έπρεπε να πάει. Τουλάχιστον δεν έκανε κρύο. Ο καιρός ήταν γλυκός και το απαλό αεράκι ευχάριστο. Το μόνο που της έμενε, λοιπόν, ήταν να βρει ένα μέρος να κοιμηθεί λίγο, μέχρι το ξημέρωμα.

Αυτό θα έκανε. Παρέα με φωτεινές αναμνήσεις.