Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2009

Στο καλό

Ήρθε η ώρα να μας αφήσεις, λατρεμένε μου.

Μισή είμαι χωρίς εσένα. Το ξέρεις.

Ήταν ήσυχα, γαλήνια. Εγώ κι εσύ ήμαστε οι μόνοι που δεν κλάψαμε.

Συγγνώμη που λύγισα όταν είδα να σε παίρνουν μακριά. Δεν άντεξα, πήραν μακριά τον μισό μου εαυτό.

Τόσο όμορφα ν' αγγίζω το πρόσωπό μου στο δικό σου και να σου κρατώ το χέρι μέχρι την τελευταία ανάσα.

Ησύχασες. Ξεκουράστηκες. Με χαμόγελο σε ξεπροβόδισα κι έτσι θα προσπαθήσω να είμαι κι όταν ξαπλώσεις στην αιώνια κλίνη σου.

Στο είπα πάμπολλες φορές και θα στο πω άλλες τόσες. Σ' αγαπώ, πατέρα μου. Πάντα θα σ' αγαπώ και πάντα θα σ' έχω μαζί μου, μέσα μου, γύρω μου.

Να είσαι καλά. Θα είσαι καλά. Είσαι καλά πια. Κι αυτό με κάνει ευτυχισμένη.

Όταν κοιτάζω στον ουρανό, θα βλέπω το πρόσωπό σου. Ρίχνε κι εσύ καμιά ματιά εδώ κάτω.

Σε λατρεύω μπαμπά.

Καλό σου ταξίδι και καλή αντάμωση...

Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2009

Κενό


Δεν μπορούσα να φανταστώ πόσο τραγικά επώδυνη είναι αυτή η αναμονή...

Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2009

Mια ιστορία (συνέχεια 10)


Εκείνος ένοιωθε να στριμώχνεται. Την ήθελε, αλλά δεν του ήταν εύκολο να βγάλει απ' τη μέση το μεγαλύτερο εμπόδιο ανάμεσά τους. Ήταν και πρακτικό το ζήτημα. Το παιχνίδι του, ήταν πολύ δύσκολο να εξαφανιστεί. Της ζητούσε κατανόηση. Κατανόηση που δεν σκέφτηκε όταν έπρεπε, που την έφερε σ' αυτή τη θέση, που δεν μπορούσε να κάνει κάτι τώρα πια. Περίμενε να βρει; Ήταν ανοησία να ζητά κατανόηση απ' τον άνθρωπο ο οποίος υφίστατο όλα αυτά, χωρίς να φταίει. Ήταν ανοησία να ζητά κατανόηση για το ότι προτίμησε να την πληγώσει και να καλοπεράσει, αντί να την υπολογίσει και να φερθεί ώριμα. Ήταν ανοησία να ζητά κατανόηση από κείνη για τα προβλήματα που της δημιούργησε, επειδή αυτός ενδιαφερόταν μόνο για τον εαυτό του. Δε θα έβρισκε. Εκείνος δημιούργησε όλη την κατάσταση, εκείνος όφειλε να βρει τη λύση.

Την έβλεπε ακόμα εκεί, έβλεπε όμως, πως την έχανε. Ξεγελούσε τον εαυτό του, πιστεύοντας πως την έχανε επειδή κάποιοι άλλοι την διεκδικούσαν κι όχι επειδή ο ίδιος είχε δημιουργήσει την χειρότερη δυνατή κατάσταση. Για άλλη μια φορά έκρινε εξ' ιδίων, γι' αυτό κι έδινε μεγαλύτερη βάση σε τρίτους, παρότι η ίδια του είχε καταστήσει σαφές, με λόγια και πράξεις, πως μόνο από εκείνον εξαρτάτο η πορεία των πραγμάτων. Μέχρι, να της πει να δώσει κι εκείνη τη μάχη της για να τον κρατήσει, έφτασε. Τότε, εκείνη, δεν μπόρεσε παρά να τον ρωτήσει, τί ήταν αυτό που της προσέφερε και για το οποίο άξιζε να δώσει την οποιαδήποτε μάχη; Η ανύπαρκτη ειλικρίνεια; Ο έρωτας που τον έσπρωξε σε κάποια άλλη; Η αγάπη που δεν έβλεπε; Η εμπιστοσύνη που δεν είχε; Το παιχνίδι του να είναι εκεί; Τί;

Εκείνος θεωρούσε πως είχε να δώσει μάχη ενάντια σ' όσους την πολιορκούσαν. Έβλεπε αντιπάλους εκεί που δεν υπήρχαν κι αγνοούσε τον πραγματικό εχθρό του, που ήταν ο ίδιος κι όσα της είχε κάνει. Και δεν είχε λύση, για το πιο μεγάλο, πρακτικά, πρόβλημα. Την καθημερινή παρουσία του παιχνιδιού του στον χώρο του. Κάτι που εκείνη, ήταν αδύνατον ν' αντέξει. Είχε περάσει πολλά εξ' αιτίας του, του είχε συγχωρήσει πολλά, είχε κάνει πολλή υπομονή, είχε πνίξει τον εγωισμό, την περηφάνειά της, είχε δείξει ανοχή σε πράγματα που ούτε το φανταζόταν πως θα συναντούσε ποτέ, ένοιωθε πως είχε μηδενίσει τελείως πια τον εαυτό της. Τον είχε εξαφανίσει. Όλα τα μπόρεσε. Αυτό όμως, ήταν πολύ πέραν των αντοχών της. Ήξερε πως εκείνος δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι' αυτό. Το ήξερε, μα δεν άλλαζε τίποτα. Δεν μπορούσε να τον εμπιστευτεί. Δεν μπορούσε να ζει αυτό το μαρτύριο καθημερινά. Της ήταν αδύνατον. Πονούσε αφόρητα, μα έπρεπε να το τελειώσει. Εκείνη την ώρα.

Την ώρα που χρειαζόταν όση περισσότερη στήριξη μπορούσε να της δοθεί απ' οπουδήποτε. Την ώρα, λίγο πριν το σκληρότερο ταξίδι που θα έπρεπε να κάνει. Την ώρα, λίγο πριν την αιώνια καληνύχτα. Την ώρα, λίγο πριν η καρδιά της σκιστεί σε χίλια κομμάτια. Εκείνη τη μέρα, έκλαψε τόσο πολύ, μετά από χρόνια. Άφησε όλα αυτά που κρατούσε μέσα της τόσον καιρό, να βγουν πια στην επιφάνεια. Ήθελε ν' αδειάσει. Το είχε ανάγκη όσο τίποτα. Κι ο πόνος της έγινε δάκρυα. Ατέλειωτα δάκρυα. Την τρόμαζε η φωνή της. Ένοιωθε τους λυγμούς να ταράζουν μέχρι και το τελευταίο κύτταρο του κορμιού της. Μα δεν ένοιωθε ν' αλαφραίνει. Μόνο εκείνο το σφίξιμο στο στήθος, πιο έντονο. Δεν μπορούσε ν' ανασάνει. Δεν ήθελε ν' ανασάνει. Ήθελε ν' αδειάσει. Ν' ανακουφιστεί, έστω λίγο. Έκλαιγε για ώρες, δεν ήξερε πόσες. Όταν κοίταξε έξω, είχε πια νυχτώσει. Δεν ένοιωθε ανακούφιση. Κενό. Μόνο κενό.

Τα πράγματα είχαν αρχίσει, καιρό πριν, να παίρνουν τον δρόμο τους. Είχε πια φτάσει στο τέλος του; Το συζήτησαν. Κάποιες στιγμές ψύχραιμα, κάποιες όχι. Τι θ' ακολουθούσε; Μια κουβέντα που έμεινε μισή. Μια σχέση που έμεινε μισή. Μια αγάπη που έμεινε μισή...

ίσως συνεχίζεται...

Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2009

Μια ιστορία (συνέχεια 9)


Το έβλεπε κι εκείνος. Όσο περνούσαν οι μέρες, με όλο και λιγότερες αμφιβολίες. Ήταν αδύνατον να μην το δει. Εκείνη τον έβλεπε να μαζεύεται. Δεν ήξερε γιατί. Ίσως ήταν ένας ακόμα τρόπος προσέγγισης ή ίσως είχε αρχίσει να το παίρνει απόφαση. Μάλλον το έπαιρνε απόφαση. Δεν γινόταν αλλιώς. Κάποιος απ' τους δύο έπρεπε να κάνει κάτι κι αφού δεν ήταν εκείνος, ανέλαβε εκείνη την πρωτοβουλία. Όχι συνειδητά. Την έσπρωξε εκεί με τη στάση του. Της μιλούσε ακόμα για έρωτα. Μα τίποτα στη συμπεριφορά του, πέρα απ' τις ενθουσιώδεις αντιδράσεις του στην εικόνα της, δεν τον έδειχνε.

Εκείνη ήταν πια ήρεμη. Είχε χάσει κάθε διάθεση για ατελείωτους διαλόγους χωρίς αρχή και τέλος, κάθε διάθεση για καυγάδες, κάθε διάθεση ακόμα και να αναφέρεται στη στάση του. Δεν ένοιωθε καν την ανάγκη πια να ξεσπάσει. Μάλλον είχε αρχίσει να καταλαγιάζει ο θυμός της, έχοντας πια συνειδητοποιήσει, πως ό,τι κι αν έλεγε, δε θ' άλλαζε τίποτα. Ίσως και ν' ακολουθούσε, εν αγνοία της, κάποιο σχέδιό του. Τον άνθρωπο που γύρισε κοντά της, εξάλλου, δεν τον γνώριζε καθόλου. Δεν μπορούσε να φανταστεί τι είχε στο μυαλό του. Ήξερε όμως, από παλιότερα, πως εκείνος προτιμούσε να την χάσει, παρά να φύγει ο ίδιος. Της το είχε πει κάποτε. Ίσως αυτο να προσπαθούσε να πετύχει τώρα.

Τον αγαπούσε πολύ. Πάρα πολύ. Όμως είχε ανάγκη ν' αγαπηθεί κι εκείνη. Της μιλούσε για έρωτα, γι' αγάπη, για ενδιαφέρον, την συμβούλευε να προστατευτεί απ' τους ξένους κι εκείνος, που την αγαπούσε, ήταν ο μόνος που την πλήγωνε επανηλειμμένα, απ' την αρχή ως το τέλος. Είχε ανάγκη να αγαπηθεί. Πραγματικά, όχι με λέξεις μόνο. Είχε ανάγκη να νοιώθει γύρω της μια προστατευτική αγκαλιά κι όχι γεμάτη αγκάθια. Χρειαζόταν κάποιον που θα νοιαζόταν γι' αυτήν. Γι' αυτήν. Όχι μόνο για το πώς θα πάρει όσα θέλει. Για την ίδια. Για τις ανάγκες της. Κάποιον που θα καθησύχαζε τους φόβους της.

Μιλούσαν, μα χωρίς εντάσεις πια. Εκείνη, ήξερε πως δεν μπορούσε να την νοιώσει. Πέραν πάσης αμφιβολίας το ήξερε. Την πονούσε αφόρητα αυτό. Ποτέ δε θα την ένοιωθε. Κι ήταν κάτι που ποτέ πια δε θα του ζητούσε, ό,τι κι αν τους επεφύλασσε το μέλλον.

συνεχίζεται...

Μια ιστορία (συνέχεια 8)


Προσπαθούσε, συχνά, να θυμηθεί πώς ήταν όταν η φωνή του, το γέλιο του, της προσέφεραν ευτυχία, ζεστασιά, θαλπωρή. Δεν μπορούσε. Προσπαθούσε να θυμηθεί, πώς ήταν όταν τα όνειρά της γέμιζαν απ' την παρουσία του και ξυπνούσε τα πρωινά με χαμόγελο. Δεν μπορούσε. Προσπαθούσε να θυμηθεί, πώς ήταν όταν τα χέρια της ήθελαν μόνο να τον χαιδεύουν κι όχι να τον σπρώξουν μακριά. Δεν μπορούσε. Προσπαθούσε να θυμηθεί, πώς ήταν όταν η αγκαλιά του την έκανε να νοιώθει σιγουριά κι όχι παγωνιά. Δεν μπορούσε. Το παραμύθι τους, είχε από καιρό τελειώσει. Και δεν ήταν απ' αυτά με το ευτυχισμένο τέλος. Ήταν από κείνα που στο τέλος οι πρωταγωνιστές καίγονται. Κι εκείνος είχε πετάξει αναμένο σπίρτο στον κόσμο τους και τον παρακολουθούσε να φλέγεται, χωρίς να κάνει τίποτα. Απλά να είναι εκεί.

Υποτίθεται πως γύρισε για να την ξανακερδίσει, μα το μόνο που κατάφερνε με τη συμπεριφορά του, ήταν να την διώχνει όλο και πιο μακριά. Κάθε μέρα και πιο μακριά. Έλεγε πως θα προσπαθούσε, πως προσπαθεί, μα δεν είχε ιδέα του πόσα και τι χρειαζόταν να κάνει. Νόμιζε πως αρκούσε το να είναι εκεί. Του είχαν χαριστεί από κείνη όλα όσα ήθελε, δεν χρειάστηκε ποτέ να προσπαθήσει για να κερδίσει κάτι, γι' αυτό και τώρα που χρειαζόταν, δεν είχε τον τρόπο. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως το "μέχρι εκεί που μπορώ" - δηλαδή, μέχρι εκεί που με βολεύει - δεν έφτανε. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως θα χρειαζόταν να κάνει θυσίες για να την κερδίσει πίσω. Δεν προτίθετο να θυσιάσει τίποτα, εκτός του να μην εκφράζει με άσχημο τρόπο τη ζήλια του. Αυτό ήταν όλο. Μάλλον περίμενε πως κάποια στιγμή, θα του χαριζόταν μόνη της, για άλλη μια φορά. Πόσο λάθος έκανε...

Εκείνη σ' όλα αυτά, βρήκε τον τρόπο που ζητούσε. Της τον έδειχνε ο ίδιος. Δεν ήταν αναγκαίο να ψάξει, να βρει, να κάνει κάτι. Δούλευε αυτός για κείνη. Το μόνο που χρειαζόταν, ήταν να είναι εκεί. Αυτό μόνο. Όπως εκείνος. Απλά να είναι εκεί. Ήξερε που θα πήγαινε αυτό, αν δεν άλλαζε τη στάση του. Κι οι δύο ήξεραν. Κι ήταν σαφές, πως εκείνος δεν σκόπευε ν' αλλάξει. Έβλεπε τον εαυτό της να ψάχνει κάθε μέρα και λιγότερο. Να εκνευρίζεται κάθε μέρα και λιγότερο. Να ασχολείται κάθε μέρα και λιγότερο. Δεν είχε πια την ανάγκη να του ζητήσει, να επιμείνει, να προσπαθήσει να τον κάνει να καταλάβει. Δεν θα καταλάβαινε. Δεν ήθελε να καταλάβει. Ήταν αποφασισμένος να κάνει τα πράγματα με τον δικό του τρόπο, ο οποίος υποτιμούσε την ίδια και την όποια υποτιθέμενη προσπάθεια σκόπευαν να κάνουν. Εκείνη όμως, είχε ήδη ανεχτεί τόσα που δεν υπήρχε καμία περίπτωση να συζητά, έστω, για μέλλον μεταξύ τους, όσο το παιχνίδι του ήταν ακόμα στο προσκήνιο με οποιονδήποτε τρόπο.

Κι αν εκείνος θεωρούσε πως διατηρώντας το ζωντανό, αφήνοντάς το να διεκδικεί, σεβόταν τα συναισθήματα του παιχνιδιού του κι αν μόνος του δεν καταλάβαινε πως μ' αυτόν τον τρόπο έδειχνε απόλυτη ασέβεια στα δικά της, πως αυτό ήταν ένα ακόμα γερό χτύπημα σ' εκείνη, ένα επιπλέον βήμα απομάκρυνσής της από κοντά του, δεν ήταν δική της δουλειά να του το εξηγήσει. Αυτό, λοιπόν και θα έκανε. Θα σταματούσε κάθε συζήτηση που αφορούσε στα απομεινάρια της σχέσης τους, μέχρι να εξαφανιστεί (αν εξαφανιζόταν ποτέ) οριστικά και αμετάκλητα, το παιχνίδι του απ' το όλο σκηνικό. Ή εκείνη...

συνεχίζεται...

Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2009

Μια ιστορία (συνέχεια 7)


Ό,τι είχε να θυμάται, ό,τι είχε να παίρνει, ό,τι είχε να βλέπει, ήταν άσχημο. Δεν μπορούσε καν να συνεννοηθεί μαζί του. Ήταν λες και μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες. Μετά απ' όσα της είχε κάνει και πει, εκείνος θεωρούσε πως θα έπρεπε να είναι υπερ-ικανοποιημένη απ' το γεγονός πως κάποια στιγμή,- κατόπιν δικής της πίεσης - ενημέρωσε το παιχνίδι του, το οποίο εξακολουθούσε να τον διεκδικεί, για την επανασύνδεσή του μαζί της. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά εξανίστατο, διότι υπερέβη τα όριά του(!), ώστε να καταφέρει να είναι τόσο αγενής(!) με το παιχνίδι του. Ήταν αγένεια(!), βλέπεις, το να το ενημερώσει επιγραμματικά. Κι αυτό, το εκπληκτικό(!), το έκανε για χάρη της. Έγινε αγενής(!), για χάρη της. Έγινε αγενής, υπερβαίνοντας τα όριά του(!). Ποιός; Εκείνος. Ο ίδιος εκείνος, που με την - ευγενική, πάντα! - συμπεριφορά του, την ισοπέδωνε - ευγενικά, πάντα! -.

Τελικά, τώρα που το ξανασκεφτόταν, καταλάβαινε πως μάλλον τον είχε παρεξηγήσει. Το ότι εκείνη την ανάγκαζε - ευγενικά, πάντα! - ν' ακούει ώρες, ημέρες, εβδομάδες, γι' αυτό το παιχνίδι που διέλυσε τη σχέση της και τις γαργαλιστικές λεπτομέρειες που το αφορούσαν, το ότι της μιλούσε με τον χειρότερο τρόπο - ευγενικά, πάντα! - , το ότι τα έβαζε μαζί της - ευγενικά, πάντα! - που εξ' αιτίας της στεναχωρήθηκε το παιχνίδι του, το ότι εξευτέλιζε επί μήνες - ευγενικά, πάντα! - όλα όσα είχαν ζήσει, όλα όσα του είχε προσφέρει, όλα όσα είχε νοιώσει για κείνον, το ότι - ευγενικά, πάντα! - της έλεγε πόσο θα χαιρόταν αν δεν είχε εκείνη πρόβλημα να κάνει εκείνος παρέα με το υπέροχο παιχνίδι του, όλα αυτά τα μαρτύρια στα οποία - ευγενικά, πάντα! - την υπέβαλλε, όπως κι ο - ευγενικός, πάντα! - τρόπος με τον οποίον υποτιμούσε, προφανέστατα, την νοημοσύνη της, ήταν μάλλον η - ευγενής! - .....αγάπη(;;!!;;), ενός - ευγενούς! - ανθρώπου.

Έμοιαζε να ξεχνάει σε ποιον απευθύνεται. Έμοιαζε να του διαφεύγει, πως εκείνη ήξερε πολύ καλά τι σημαίνει ευγένεια, τι σημαίνει αγάπη, τι σημαίνει σχέση, τι σημαίνει σεβασμός. Έμοιαζε να μη θυμάται πως όλα αυτά, ο ίδιος τα είχε πάρει από κείνη.

Δεν είχε πια διάθεση να του μιλάει. Ήξερε πως όσο περισσότερο μιλούσαν, τόσο πιο τρελλά πράγματα θα τον άκουγε να λέει. Δεν μπορούσε, σε κάθε της επισήμανση για τα άσχημα της συμπεριφοράς του, να παίρνει ως απαντηση ένα "Είμαι εδώ". Δεν μπορούσε να τον ακούει να λέει "Είμαι εδώ για σένα", όταν όλα ήταν για τον εαυτό του. Δεν μπορούσε να τον ακούει να της λέει πως φυσικά είχε κάνει πράγματα για κείνη, όπως το να είναι εδώ και το να ενημερώσει το παιχνίδι του για την επανασύνδεσή τους -κατόπιν πίεσής της-, άρα έπρεπε να νοιώθει κάτι παραπάνω από ικανοποιημένη.Μέχρι λίγο καιρό πριν, περίμενε με λαχτάρα να χτυπήσει το τηλέφωνό της, ν' ακούσει τη φωνή του. Τώρα πια, τα τηλεφωνήματά του της προκαλούσαν μόνο εκνευρισμό.

συνεχίζεται...

Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2009

Μια ιστορία (συνέχεια 6)


Τι προτίθετο να της προσφέρει; Τι έκανε για να περισώσει ό,τι είχε απομείνει; Απλώς ήταν εκεί. "Είμαι εδώ" έλεγε. Και νόμιζε πως ήταν πανάκεια. "Είμαι σωστός" έλεγε, μα πώς να τον πιστέψει; "Δε θέλω να σε πληγώνω" έλεγε, μα οι πράξεις του έλεγαν το αντίθετο. "Θέλω να είσαι ευτυχισμένη" έλεγε, μα πώς το έδειχνε; "Θέλω να νοιώσεις ασφάλεια" έλεγε, μα τι έκανε γι' αυτό;

Κι εκείνη τον άκουγε κι αναρωτιόταν. Να πιστέψει τι; Να στηριχτεί σε τι; Να πιαστεί από τι; Η αξία των λόγων του ήταν μηδενική. Έπρεπε να δει για να μπορεί να πιστέψει. Μα και πάλι τι θ' άλλαζε; Ακόμα κι αν αποδεικνύετο πως ήταν μόνο σ' εκείνη, τι θ' άλλαζε; Η συμπεριφορά του προς την ίδια ήταν άθλια. "Το τι νοιώθεις για κάποιον, φαίνεται απ' τις πράξεις σου" του έλεγε. "Το ξέρω πως δεν φαίνεται απ' όσα σου έκανα, μα σ' αγαπώ" της απαντούσε. Και περίμενε να τον πιστέψει. "Εγώ, μέσα μου, το ξέρω πως σ' αγαπώ" της έλεγε και μ' αυτό νόμιζε πως θα την έπειθε.

Πώς ήταν δυνατόν, όταν η συμπεριφορά του απέναντί της ήταν από αδιάφορη εως απάνθρωπη;
Πώς μπορούσε να είναι τόσο σκληρός απέναντί της, ενώ ήξερε πόσο πολύ την πλήγωνε ήδη απ' την πρώτη στιγμή που ήταν μαζί; Ενώ ήξερε πόση προσπάθεια χρειάστηκε από μέρους της να τον δεχτεί πίσω, χωρίς καν να έχει φυσικά φανταστεί πως θα γύριζε ένας ξένος, αντί του ανθρώπου που αγαπούσε; Ενώ ήξερε πως ποτέ, ό,τι κι αν της είχε κάνει, δεν ρίσκαρε, ούτε ευτέλισε τη σχέση τους, με καμία της συμπεριφορά; Ενώ ήξερε πως θα μπορούσε να τον πληρώσει με το ίδιο νόμισμα, να τον πονέσει όσο εκείνος, μα δεν το έκανε ποτέ; Πώς μπορούσε;

Ερώτημα που ήταν απλώς αδύνατον να απαντηθεί. Η στάση του απέναντί της, με κανέναν τρόπο δεν έδειχνε αυτή την αγάπη για την οποία της μιλούσε. Το μόνο που μπορούσε εκείνη να δει σ' όλα αυτά, ήταν πως την θεωρούσε δεδομένη. Όχι αγάπη, ούτε ενδιαφέρον. Απλά πως την θεωρούσε δεδομένη, σε αντίθεση με το παιχνίδι του, γι' αυτό και μπορούσε σ' εκείνη (που αγαπούσε...) να είναι απάνθρωπος, ενώ σ' αυτό (που δεν αγαπούσε) έκανε ό,τι μπορούσε για να φαίνεται γλυκός κι ευγενικός.

Ο χρόνος τελείωνε. Εκείνη, δεν έψαχνε πια να βρει απαντήσεις στη δική του συμπεριφορά, μα μέσα της. Η στάση του ήταν δεδομένη. Το ίδιο κι η (ανύπαρκτη) προθυμία του να βελτιώσει ή έστω ακόμα και να θωρακίσει ό,τι είχε απομείνει από κείνο που είχαν ζήσει κάποτε. Από εκείνο το παραμύθι, δε θυμόταν πια σχεδόν τίποτα. Κάποιες, ελάχιστες, εικόνες τόσο θαμπές που ήταν σαν να τις είχε ζήσει πολλές ζωές πριν.

συνεχίζεται...

Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου 2009

Μια ιστορία (συνέχεια 5)


Έπρεπε να βρει τη δύναμη, τον τρόπο να κάνει κάτι. Ο,τιδήποτε θα μπορούσε να βελτιώσει, όχι την σχέση τους, εφόσον ουσιαστικά αυτή ήταν πια ανύπαρκτη, τουλάχιστον όμως την καθημερινότητα. Έπρεπε να βρει κάποιον τρόπο να μείνει ή τη δύναμη να φύγει. Κάθε τους διάλογος, κάθε ένας απ' αυτούς, ήταν μια ακόμα επιβεβαίωση του ότι όλα είχαν πραγματικά τελειώσει. Δεν ήταν η προσπάθεια άκαρπη. Δεν είχε καν τη δύναμη να προσπαθήσει. Η λογική, της φώναζε να φύγει. Το συναίσθημα, ουσιαστικά, το ίδιο. Έμενε μόνο για να πληγώνεται;


Αν είχε γυρίσει μόνο μια φορά, σίγουρος, απόλυτα ξεκάθαρος, με απόλυτα σαφή θέση για το όποιο μέλλον της σχέσης τους, θα υπήρχε έστω ένα δείγμα ασφάλειας. Μα με τη συμπεριφορά του, της προκαλούσε όλο και περισσότερη ανασφάλεια. Όλο και περισσότερο πόνο. Πλήγωνε όλο και περισσότερο την καρδιά της, τον εγωισμό της. Κι όταν κάποτε του δόθηκε η ευκαιρία να κάνει το ελάχιστο, που θα εμφάνιζε κάποιο μηδαμινό, έστω, ίχνος ασφάλειας στα μάτια της, την αρνήθηκε χρησιμοποιώντας πάλι ανούσιες δικαιολογίες. Της έδινε πάλι να καταλάβει, πως το νέο του παιχνίδι, δεν έπρεπε με κανέναν τρόπο να δει τις γέφυρες να κόβονται οριστικά κι ας έλεγε το αντίθετο. Εξακολουθούσε να την έχει σε μια διαδικασία ανταγωνισμού μ' αυτό.


Ήξερε καλά πια, πως δεν είχε κανένα πρόβλημα να την πληγώσει όσο περισσότερο του επέτρεπαν οι καταστάσεις. Μα της τόνιζε, με τις συμπεριφορές του και πως μεταξύ του παιχνιδιού του κι εκείνης, σ' εκείνη θα κάρφωνε τη μαχαιριά. Φυσικά το αρνείτο. "Εδώ είμαι. Μαζί σου. Έφυγα απο την άλλη. Σ' αγαπώ. Ήρθα για να είμαι μόνο μαζί σου και σωστός" της έλεγε. Μα τα λόγια, είναι λόγια. Και τα δικά του λόγια, είχαν από καιρό χάσει κάθε αξία. Ναι, ήταν εκεί, μαζί της. Μα δεν έκοβε καθαρά, ντόμπρα και, κυρίως, οριστικά τις γέφυρες με την άλλη πλευρά. Δεν της το έλεγε,μα ήταν προφανές.


Ένας άνθρωπος, που οι θεωρίες του κι οι αποφάσεις του, άλλαζαν άρδην κάθε 2-3 μέρες. Ένας άνθρωπος που παραδεχόταν πως ακόμα δεν είχε πλήρως ξεκαθαρίσει το μυαλό του. Ένας άνθρωπος, που έλεγε πως ήρθε για να μείνει και σε κάθε ευκαιρία, άφηνε να φανεί πως ήρθε για να φύγει. Ένας άνθρωπος, που δεν ήταν διατεθειμένος να της προσφέρει την ασφάλεια που τόσο χρειαζόταν, μετά απ' όσα είχε ο ίδιος προκαλέσει. Ένας άνθρωπος, για τον οποίον όλα -όσο μόνιμα κι αν τα έκανε ν' ακούγονται- είναι πρόσκαιρα. Ένας άνθρωπος που της ζητούσε να στηριχτεί στα λόγια του, διευκρινίζοντάς της, την ίδια στιγμή, πως τα λόγια του ισχύουν μόνο για τη στιγμή που τα λέει. Ένας άνθρωπος που την είχε προσκαλέσει σ' ένα όνειρο, το οποίο ο ίδιος μετέτρεψε στον χειρότερο εφιάλτη.


συνεχίζεται...

Μια ιστορία (συνέχεια 4)


Κι έτσι δέχτηκε για άλλη μια φορά. Τι; Δεν ήξερε. Να προσπαθήσει για τι; Δεν ήξερε. Δέχτηκε όμως. Δέχτηκε γιατί απλά δεν μπορούσε να φύγει. Ήξερε πόσο κακό έκανε στον εαυτό της μ' αυτή της την απόφαση. Ήξερε βαθιά μέσα της, πως ήταν αδύνατον, δεν έπρεπε να τον πιστέψει. Μα δέχτηκε. Κι ένα βράδυ που ήταν μαζί, έγινε το αδιανόητο. Την κάλεσε κάποιος γνωστός της στο τηλέφωνο κι εκείνη απάντησε. Κι αυτό ήταν αρκετό για φέρει την καταστροφή.

Ο, απλώς ειλικρινής, άνθρωπος που γύρισε γιατί αγαπάει, που γύρισε μετανοιωμένος, που γύρισε παρακαλώντας, που γύρισε έχοντας -υποτιθέμενα- πλήρη επίγνωση του τι είχε κάνει και σε ποιον, σ' έναν άνθρωπο που του έδινε τα πάντα και που ποτέ δεν του έδωσε το παραμικρό δικαίωμα, γύρισε κυρίως με θράσσος κι απαιτήσεις!

Έγινε έξαλλος. Ήταν απαράδεκτη που απάντησε στο τηλέφωνο. Ήταν απαράδεκτη που το έκανε μπροστά του. Ήταν υπεράνω των δυνάμεών του το να δεχτεί κάτι τέτοιο. Δεν του έδινε ευκαιρία. Τον δέχτηκε μόνο για να τον πληγώσει. Καμία ευκαιρία δεν του έδωσε ποτέ. Εκείνος ήρθε να την δει όλος χαρά, να την αγκαλιάσει κι εκείνη απάντησε στο τηλεφώνημα και τα κατέστρεψε όλα. Αυτά ήταν τα λόγια του. Εκείνη αρχικά απλώς έμεινε άναυδη. Μετά το πρώτο σοκ όμως, ήταν αδύνατον να συγκρατήσει τον θυμό της. Πώς τολμούσε ο ίδιος άνθρωπος που τόσο απάνθρωπα την υπέβαλλε σ' αυτό το μαρτύριο να απαιτεί ο,τιδήποτε; Και πώς μπορούσε να λέει πως δεν του έδινε ευκαιρία; Τι θεωρούσε ευκαιρία; Το να έχει απο κείνη ό,τι είχε πάντα;

Όχι. Δεν είναι έτσι οι ευκαιρίες. Θα έπρεπε να προσπαθήσει για να κερδίσει πια ό,τι ήθελε. Θα έπρεπε τουλάχιστον να αποδείξει πως όλα τα περί αποφάσεων, αγάπης, ειλικρινούς και συνειδητής επιστροφής του σ' εκείνη, ήταν αληθινά. Μα ούτε αυτό μπόρεσε. Ήταν φυσικό να μην μπορεί ν' αποδείξει κάτι που δεν ίσχυε. Πλέον, κάθε τους συζήτηση ήταν μια ακόμα απογοήτευση για εκείνη. Τον άκουγε στην ίδια φράση να λέει πόσο σίγουρος γύρισε και πόσο άγνωστος του είναι ο ίδιος του ο εαυτός. Πόσο είναι αποφασισμένος να είναι σωστός απέναντί της και πόσο δεν θα ήθελε να ξανακάνει το ίδιο λάθος που έκανε. Πως εξακολουθεί να εννοεί όσα της έλεγε απ' όταν πρωτογνωρίστηκαν και πόσο πρόσκαιρα είναι τα "πάντα" και τα "ποτέ" του. Σε κάθε κουβέντα του, έβλεπε έναν άνθρωπο διχασμένο. Κάποιον που, ίσως, προσπαθούσε να πείσει και τον εαυτό του πως τα εννοούσε, μα που του ήταν αδύνατον.

Τον αγαπούσε; Τι αγαπούσε; Δεν αγαπούσε εκείνον. Αγαπούσε κάποιον που είχε χαθεί οριστικά. Αυτός ο άνθρωπος της ήταν άγνωστος, ξένος. Όσο κι αν ήθελε να πιαστεί από κάτι, καθημερινά γινόταν όλο και πιο φανερό πως δεν υπήρχε τίποτα πια. Έπρεπε να το πάρει απόφαση. Κάθε φορά που τον έβλεπε σκιζόταν η καρδιά της από αγάπη, μα ήταν τόσο πονεμένη και ψυχραμένη πια που δεν μπορούσε να τ' αφήνει αυτό να την κρατάει σε μια κατάσταση που μόνο δυστυχία είχε να προσφέρει.

συνεχίζεται...

Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2009

Μια ιστορία (συνέχεια 3)


Δεν μπορούσε να καταλάβει. Τίποτα. Έφτασε στο σημείο να της πει πως τα, εκτός σχέσης, "θέλω" του θα τα ζούσε και πως απλά θα ήθελε να είναι κι εκείνη μαζί. Κόντευε να χάσει το μυαλό της. Πού ήταν ο άνθρωπος που ήξερε ως τότε; Δεν είχε τίποτα μα τίποτα κοινό μ' αυτόν που είχε τώρα μπροστά της. Κι αυτό που προφανέστατα ήταν παντελής έλλειψη έστω και ίχνους αγάπης, σεβασμού, αυτό που προφανέστατα ήταν απανθρωπιά, εκείνος το ονόμαζε "ειλικρίνεια". Και σαν να μην έφτανε αυτό, ζητούσε κι εύσημα για την ειλικρίνειά του. Εκείνη έβλεπε σ' αυτόν έναν αλήτη, εκείνος έβλεπε στον εαυτό του απλώς έναν ειλικρινή άνθρωπο.

Και οι διάλογοι έδιναν κι έπαιρναν. Διάλογοι σκληροί, επώδυνοι, διάλογοι χωρίς ουσία, χωρίς συμπεράσματα, χωρίς κατάληξη. Μ' εκείνη να τρελλαίνεται, να παλεύει να χωρέσει στο μυαλό της όσα έβλεπε κι άκουγε και μ' εκείνον, ψυχρό, να επιμένει πως έτσι είναι οι άνθρωποι και πως δεν μπορεί να τον κατηγορήσει για τίποτα, εκτός του ότι έβαλε κάποια άλλη στη ζωή του εν αγνοία της. Κι όταν τον ρωτούσε γιατί γύρισε, της απαντούσε "Γιατί σ' αγαπώ". Ήταν κωμικοτραγικό. Εξάλλου οι πράξεις του είχαν ήδη μιλήσει. Την αγαπούσε;;; Δηλαδή αν την μισούσε, τι περισσότερο θα της έκανε; Σ' αυτό δεν της έδωσε απάντηση.

Ωσπου μια μέρα, εκείνη πλέον είδε πως όλα αυτά δεν βγάζουν πουθενά και διέκοψε την επικοινωνία. Την επόμενη στιγμή, όλα άλλαξαν. Ξαφνικά εκείνος αποφάσισε πως όλα όσα έλεγε ήταν βλακείες, πως είχε χάσει το μυαλό του, πως μόνο εκείνη αγαπούσε και πως πλέον ήταν οριστικά αποφασισμένος να είναι μαζί της και μόνο μαζί της. Της ζήτησε συγγνώμη, της είπε πως ξεκαθάρισε απόλυτα στο μυαλό του, πως από εκεί και πέρα θα ήταν απολύτως σωστός απέναντί της. Μα εκείνη πλέον δεν έβλεπε φως. Δεν καταλάβαινε. Πώς ήταν δυνατόν η απέραντη αγάπη του, να γίνει όλα αυτά που έκανε; Και πώς ήταν δυνατόν να την ταλαιπωρεί τόσο άδικα, τόσον καιρό και μέσα σε μια στιγμή να ξεκαθάρισαν όλα, ως δια μαγείας;

Της είπε πως με το νέο του παιχνίδι είχε τελειώσει οριστικά, πως η αγάπη του για εκείνη, ήταν μέσα του πιο ξεκάθαρη από ποτέ. Πως το μόνο του "θέλω" ήταν πλέον η ίδια κι η σχέση τους. Την παρακάλεσε να προσπαθήσει να βάλει πίσω της όσα έγιναν. Ήθελε να προσπαθήσουν μαζί να φτιάξουν ό,τι είχε απομείνει απ' αυτό που είχαν, να προσπαθήσουν να το ξανακερδίσουν. Μετανοιωμένος. Παρακαλώντας. Με δάκρυα στα μάτια. Καταλαβαίνοντας πόσο λάθος είχε κάνει. Κι εκείνη σκεφτόταν. Θα μπορούσε κάτι απ' αυτά να είναι αληθινό; Δεν μπορούσε πια να πιστέψει τίποτα. Φοβόταν ακόμα και να τον ακούσει. Μα δεν μπορούσε να φύγει. Τον αγαπούσε. Δεν ήξερε πια γιατί, δεν έβρισκε λόγο, δεν υπήρχε πια τίποτα απ' όσα αγάπησε σ' αυτόν, μα το ένοιωθε ακόμα κι αυτό ήταν που την κρατούσε κοντά του.

συνεχίζεται...

Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2009

Μια ιστορία (συνέχεια 2)


Και όντως δεν τον άγγιζε τίποτα. Συνέχιζε να λέει τα ίδια, συνέχιζε να κάνει τα ίδια. Εκείνη, εξακολουθούσε να του δίνει τα πάντα, να προσπαθεί να σώσει τη σχέση τους, να του εξηγήσει, να τον κάνει να καταλάβει πόσο πολύ τον αγαπούσε, πόσο πολύ την πονούσε μ' αυτά που έκανε. Εκείνος, εξακολουθούσε να ψεύδεται για τα πάντα, να κάνει τη ζωή του όπως εκείνος επέλεγε, χωρίς να λογοδοτεί, συνέχιζε να την πιέζει, να την αποκλείει, να της ζητά να λογοδοτεί για τα πάντα. Εξακολουθούσε, παρόλα αυτά, να της μιλά για μοναδικότητα. Εξακολουθούσε να της λέει πως θα ήταν μαζί για πάντα. Και πως κι αν ακόμα πρακτικά αυτό δε γινόταν, εκείνος, μέσα του, θα ήταν πάντα μαζί της. Πως εκείνη ήταν το τέλος του.


Μέχρι που άλλαξε ρήμα...

Το "ήθελα", έγινε "μπερδεύτηκα" κι έτσι, θάβοντας όλα όσα έλεγε, όλα όσα είχαν ζήσει, έβαλε στη ζωή του κάποια άλλη. Τόσο απλά. Μ' ένα "μπερδεύτηκα". Της το είπε κι εκείνη τον άφησε σ' αυτό που διάλεξε. Μα δεν του έφτανε. Δεν σταματούσε να της λέει πως την αγαπά και πως δεν αντέχει χωρίς εκείνη. Δεν σταματούσε να την παρακαλάει, να κλαίει για κείνη, μα δε σταματούσε και το νέο του παιχνίδι. Μέχρι που εκείνη, τον δέχτηκε πίσω. Πονώντας, αδυνατώντας να χωνέψει αυτό που συνέβαινε, μα μην αντέχοντας να τον αρνηθεί. Τον αγαπούσε τόσο... Κι αν δεν είχε, ποτέ πριν,φανταστεί, αυτό που είχε μόλις συμβεί, τίποτα δεν προμήνυε την συνέχεια.

Ο άνθρωπος που γύρισε, ήταν άλλος απ' ό,τι ήξερε ως τότε. Ενώ την παρακαλούσε με κλάματα να είναι κοντά του, της έλεγε με σπαραγμό πόσο την αγαπούσε, μόλις τον δέχτηκε, είδε έναν άνθρωπο γεμάτο έπαρση, θράσσος, αγένεια, ασέβεια. Έναν άνθρωπο που, ναι μεν, έλεγε "έκανα λάθος", αλλά πέραν αυτών των δύο λέξεων, τίποτα άλλο στα λεγόμενα ή τη συμπεριφορά του δεν έδειχνε πως είχε καταλάβει τι πραγματικά είχε κάνει. Έναν άνθρωπο που δήλωνε ευθαρσώς πως την αγαπούσε, πως εννοούσε όλα όσα της είχε πει ως τότε, μα που δεν ήταν διατεθειμένος (ούτε στα λόγια πια) να στερηθεί την καλοπέρασή του για να είναι καλά η σχέση τους. Εξάλλου, ποτέ δε θα ήταν καλά μετά απ' ό,τι έκανε, ποιο το νόημα να υποσχεθεί ο,τιδήποτε; "Το ξέρω πως σε πληγώνω περισσότερο, αλλά αυτή είναι η αλήθεια" της έλεγε, αλλά με πολύ χειρότερα λόγια. "Αυτός είμαι. Κι όσα σου έλεγα πριν, τη στιγμή που τα έλεγα, τα εννοούσα"...

Της περιέγραψε με λεπτομέρειες τις στιγμές που πέρασε με το νέο του παιχνίδι. Την πληροφόρησε για το πόσο υπέροχο το βρίσκει. Της ανάλυσε τα όσα ένοιωθε όσο ήταν μαζί του, για εκείνη και γι' αυτό. Της εξήγησε, πως δεν πέρασε όσο καλά θα ήθελε, διότι, την έθαψε μεν, όχι πολύ βαθιά δε. Ήξερε πόσο την πονούσε, μα του ήταν αδιάφορο. Ο άνθρωπος που, απ' την αρχή, ζούσε μέσα στο ψέμμα, έγινε ξαφνικά, ωμά ειλικρινής. Μέσα σ' αυτή την ωμότητα, παρέλειψε να της πει, πως με το παιχνίδι του δεν είχε τελειώσει. Δεν παρέλειψε όμως να πει πως δεν είχε κόψει τις γέφυρες, γιατί αυτό το παιχνίδι, θα ήταν το μέσο του να καλοπεράσει όποτε το ήθελε. Αυτό φρόντιζε να της το κάνει σαφές, σε κάθε τους διάλογο. Μόνο αποτέλεσμα όλων αυτών κι άλλων τόσων, το να την κάνει να πονέσει όσο ποτέ.

Πώς είχαν γίνει όλα αυτά; Είχε γυρίσει ανάποδα ο κόσμος της κι εκείνη, χωρίς να φταίει, το πλήρωνε πανάκριβα. Δεν ήξερε από πού έπρεπε ν' αρχίσει να μαζεύει τα κομμάτια της. Δεν καταλάβαινε τίποτα. Την είχε πουλήσει με τόση άνεση, με όση είχε γυρίσει πίσω για να της το χτυπάει καθημερινά. Τις φορές που γινόταν έξαλλη, η μόνη "λύση" που είχε να της προτείνει, ήταν να κάνει κι εκείνη το ίδιο, για να νοιώσει καλύτερα. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως, εκτός του ότι δεν θα έλυνε τίποτα μ' αυτόν τον τρόπο, της ήταν αδύνατον καν να το σκεφτεί, γιατί τον αγαπούσε. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως εκείνη δεν ήθελε να τον πληγώσει, μόνο να σταματήσει να την πληγώνει.

συνεχίζεται...

Μια ιστορία (συνέχεια 1)


Της μιλούσε πολύ, προσπαθούσε να της πει πως είναι γεννημένοι ο ένας για τον άλλον. Πως η ζωή τους έφερε κοντά για να είναι μαζί ως το τέλος. Πως τίποτα δεν τους χώριζε. Πως η ζωή του άρχισε όταν τη γνώρισε. Τη ζήλευε. Άρχισε να την πιέζει. Εκείνος, της έλεγε, υπήρχε μόνο γι' αυτήν και το ίδιο ήθελε να κάνει κι εκείνη. Προσπαθούσε να την αποκλείσει απ' το περιβάλλον της. Ζήλευε τους πάντες. Είναι καχύποπτος άνθρωπος. Δεν την εμπιστευόταν, παρόλο που του έδινε τον εαυτό της, ανοιχτά. Εκείνη, άνθρωπος τίμιος και καλοπροαίρετος, δεν έβρισκε λόγο να φοβάται, εξάλλου εκείνος την πλησίασε κι ο έρωτάς του γι' αυτήν ήταν προφανής και δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που τον έκανε να φοβάται. Του είχε εμπιστοσύνη κι ήθελε να του δείχνει μ' όλους τους τρόπους, πως μπορούσε να της έχει κι εκείνος. Ώσπου μια νύχτα, ανακάλυψε πως ο καλός της, ο "ολοκληρωτικά" δοσμένος σ' εκείνη, ήταν δοσμένος και στα ...φλερτ που διατηρούσε κατά τόπους, πέρα από τη σχέση τους. Έπεσε απ' τα σύννεφα. Ο άνθρωπος που έλεγε όλα αυτά; Ο άνθρωπος που έκανε σαν τρελλός όταν εκείνη τολμούσε να πει αλλού έστω και μια καλημέρα; Δεν γινόταν να τ' αφήσει να περάσει έτσι.

Είπε πολλά και παραδόξως, άκουσε άλλα τόσα. Απογοητεύτηκε βλέποντας πως αυτό που της παρουσίαζε και προσπαθούσε να την κάνει να πιστέψει τόσο καιρό ήταν ψεύτικο. Μα ήταν ερωτευμένη. Προσπάθησε να τον πιστέψει, όταν της είπε πως αυτά δεν σήμαιναν τίποτα. Προσπάθησε πολύ. Αποφάσισε να μείνει μαζί του, δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Δεν μπορούσε σε κάτι τόσο όμορφο να μη δώσει μια ευκαιρία. Και την έδωσε. Την έδωσε για να της γυρίσει πίσω και να την χτυπήσει αλύπητα, ούτε μία, ούτε δύο, ούτε τρεις φορές...


Ο καιρός περνούσε κι εκείνη γινόταν όλο και πιο δική του. Εκείνος με τη σειρά του, γινόταν όλο και πιο ξένος. Το ένα ψέμμα διαδεχόταν το άλλο. Η μία δικαιολογία διαδεχόταν την άλλη. Πάντα είχε "δικαιολογίες" για ό,τι έκανε. Και πάντα έκανε τα πάντα για να γίνουν δεκτές. Απλές, μονολεκτικές "δικαιολογίες". Ρήματα. Σκέτα ρήματα όπως "φοβήθηκα" ή "ήθελα". Ειδικά από ένα σημείο και μετά, ένα "ήθελα" το έβρισκε υπεραρκετό, για να γίνει αποδεκτό ό,τι κι αν είχε κάνει, να μπει πίσω και να μην ενοχλεί. Δεν έμπαινε καν στον κόπο να βρει άλλο ρήμα.


Έλεγε όμως πως μετάνοιωνε. Κάθε φορά μετάνοιωνε - Όντως γιατί κάθε φορά δεν ήταν ποτέ ίδια με την προηγούμενη. Πάντα χειρότερη. - και ήθελε να μην το ξανακάνει. Να μην ξαναπεί ψέμματα. Και τα ψέμματα διαδεχόνταν το ένα το άλλο. Κι η μία μετάνοια την άλλη. Κι εκείνη όλο και περισσότερο απογοητευόταν. Του μιλούσε, προσπαθούσε να του εξηγήσει πως μ' αυτόν τον τρόπο, ξεπερνούσε κάθε όριο υπομονής κι ανοχής της. Του το έλεγε μ' όποιον τρόπο μπορούσε να φανταστεί. Με χαμόγελο, με ηρεμία, με νεύρα, με κλάμματα, με αγανάκτηση, με παρακάλια, με απειλές. Μα τίποτα δεν φαινόταν να τον αγγίζει.


συνεχίζεται...

Μια ιστορία



Ήταν πρωί όταν γνωρίστηκαν εκείνος κι εκείνη. Ένα φθινοπωρινό, ηλιόλουστο πρωινό. Όμορφη μέρα. Συμπάθησαν ο ένας τον άλλον αμέσως. Ωραίοι τύποι, με το καλαμπούρι τους. Τα 'λεγαν καθημερινά. Άρχισε να μαθαίνει ο ένας πράγματα για τον άλλον, πράγματα για τη ζωή του. Ακριβώς έτσι. Ο ένας μόνο, για τον άλλον. Γιατί εκείνη δεν ήξερε. Ποτέ δεν ήξερε.



Ο ένας λοιπόν, αυτός που ήξερε, άρχισε να ερωτεύεται. Έπρεπε να την έχει. Αποφάσισε να την
διεκδικήσει. Ήξερε πως ήταν πληγωμένη, πως δεν ήθελε μπλεξίματα, οπότε την πήρε με το μαλακό στην αρχή. Μέσω της πλάκας, του χαβαλέ, έδειχνε πως ήθελε περισσότερα. Χωρίς πιέσεις, απλά άφηνε να εννοηθεί πως μόνο το παρεάκι, δεν του έφτανε πια. Εκείνη το έβλεπε, αλλά η παρέα του της ήταν αρκετή. Δεν ζητούσε, δεν την ενδιέφερε τίποτα περισσότερο. Περνώντας οι μέρες, εκείνος άρχισε να εκδηλώνεται φανερά πια. Της μιλούσε για τον έρωτά του, για το πόσο θα ήθελε να τον ζήσει μαζί της. Πόσο θα ήθελε να ταξιδέψουν οι δυο τους σ' ένα παραμύθι. Του αντιστεκόταν, ως ένα σημείο. Μα δεν της ήταν εύκολο. Βαθιά μέσα της, το είχε ανάγκη κι εκείνη αυτό το παραμύθι. Το ήξερε καλά. Προσπαθούσε να μην το σκέφτεται, προσπαθούσε να του δείξει πως το καλύτερο θα ήταν να μείνουν όπως ως εκείνη την ώρα, μια όμορφη παρέα. Ήταν φοβισμένη, ο πόνος του παρελθόντος την έκανε να τρέμει. Της πήρε χρόνια να ισορροπήσει κι ήταν ευτυχισμένη που το είχε καταφέρει. Δεν μπορούσε, δεν ήθελε να πληγωθεί ξανά. Δεν είχε αντοχές. Εκείνος όμως επέμενε. Κι ήταν τόσο καλός...


Γρήγορα, οι αντιστάσεις της άρχισαν να μειώνονται. Συνειδητοποίησε πως ένοιωθε πράγματα. Προσπαθούσε να τα ζυγίσει, να τα εκλογικεύσει, να τα σταματήσει. Μα εκείνος είχε καταλάβει κι ήταν πια ασυγκράτητος. Έβλεπε πως την τραβούσε κοντά του, μέρα τη μέρα και το έκανε όλο και πιο έντονα. Σ' εκείνο το διάστημα, της έδωσε και το πρώτο "χαστούκι". Δεν ήξερε πολλά γι' αυτόν. Τα μισά απ' όσα της είχε πει ή είχε αφήσει να εννοηθούν, δεν ήταν αλήθεια. Της το είπε, γιατί ένοιωθε άσχημα που την είχε κοροιδέψει. Γιατί του φερόταν καλά και δεν το άξιζε. Είχε μετανοιώσει που το έκανε. - Της τα είπε γιατί αν την κέρδιζε, δε θα μπορούσε πια να τα κρύψει. Αυτός ήταν ο λόγος κι όχι επειδή μετάνοιωσε. - Εκείνη ενοχλήθηκε, μα δεν είπε τίποτα. Τον κατάλαβε, κατανόησε πως δεν την ήξερε, άρα δεν ήθελε να της ανοιχτεί ως τότε. Δεν είπε τίποτα. Μόνο τον συγχώρεσε και δεν το ανέφερε ξανά.



Την κέρδισε τελικά. Δεν ήταν εύκολο, μα το κατάφερε. Γιατί ξεχώριζε. Την έκανε να νοιώσει πολύ δυνατά. Την έκανε να ευγνωμονεί την τύχη που τον έφερε στο δρόμο της. Την έκανε να νοιώθει ευτυχισμένη που ένα τόσο ξεχωριστό πλάσμα είχε μπει στη ζωή της. Δεν σκεφτόταν τίποτα άσχημο για εκείνον. Το πρώτο διάστημα πήγε κάπως έτσι. Μ' εκείνον να κάνει σαν τρελλός από έρωτα κι εκείνη, συγκρατημένη αρχικά, να θέλει να του προσφέρει τα πάντα, να θέλει να τον βλέπει μόνο να γελάει, να ονειρεύεται ένα μέλλον υπέροχο, μια σχέση ονειρική. Ο έρωτάς του, το άγγιγμά του, το γέλιο του, της έδινε ζωή. Δεν κράτησε όμως πολύ αυτό. - Ήταν πολύ καλός για να είναι αληθινός. -


συνεχίζεται...

Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2009

Φοβάμαι

Δες, αυτοί που λένε πως σ' αγαπάνε κ πως σε νοιάζονται, σε κατηγορούν για δικά τους λάθη, σου φυτεύουν απανωτές σφαίρες στην καρδιά, με ατσάλινη φωνή, παγωμένο βλέμμα και παραπονούμενοι κι άλλοι, που δεν σε ξέρουν καλά καλά, που δε σε νοιάζονται, είναι εκεί, σ' ακούν υπομονετικά για ώρες, προσπαθούν να σε κάνουν να γελάσεις, σου δίνουν χωρίς να ζητούν, ούτε παίρνουν τίποτα πίσω, ούτε καν καλή παρέα. Μόνο είναι εκεί να μοιράζεσαι τον πόνο σου, όσο μπορείς να τον χωρέσεις στα λόγια. Πώς να χωρέσει...

Οι ξένοι φίλοι, τελικά, ίσως είναι οι καλύτεροι.

Περνούν οι ώρες, οι μέρες και δεν τις βλέπω. Δεν τις νοιώθω. Ξημερώνει, βραδιάζει, δεν αλλάζει τίποτα. Μόνιμα ένα έντονο σφίξιμο στο στήθος, δε μ' αφήνει ν' ανασάνω. Θέλω ν' ανασάνω. Δεν μπορώ καν να κλάψω. Ποιός; Εγώ, που είχα μια ζωή το δάκρυ στην άκρη των ματιών μου. Μηχανικά σηκώνομαι το πρωί απ' το κρεββάτι, μηχανικά κάνω τα πάντα. Λυπάμαι για όσους περιμένουν από μένα. Συγγνώμη, μ' αλήθεια δεν μπορώ.

Νομίζω πέφτω σε κατάθλιψη. Ξέρω πως είναι. Βλέπω πως είναι, χρόνια, σε κοντινό μου πρόσωπο. Δε θέλω να πρέπει να χαπακώνομαι για να ζήσω μισή ζωή. Δε θέλω.

Έχω τρομάξει. Πού είναι αυτά που θέλω; Πού είναι η χαρά μου; Πού είναι η δύναμή μου;

Χαρά...μου ακούγεται ξένη ακόμα κι η λέξη.

Θέλω να κλειστώ σ' ένα κουκούλι, να μη μ' αγγίζει τίποτα. Δεν αντέχω ήδη κι έχω τόσο δρόμο ακόμα μπροστά μου. Πώς;

Πώς;;

Φίλε, δε θα το δεις ποτέ αυτό, αλλά να ξέρεις, σου χρωστάω ένα χαμόγελο όταν μπορέσω. Αν μπορέσω...

Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2009

Να τι μένει τελικά




























































































Ένα τίποτα.

Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2009

Ελπίδες τέλος


Καλό χρυσό το συναίσθημα, αλλά όχι και το πόσο ανόητο μπορεί να σε κάνει. Σε φτάνει στο σημείο να αφήνεις να προσβάλλουν την νοημοσύνη σου κι όχι μόνο αυτό, αλλά να την προσβάλλεις κι εσύ ο ίδιος, ψήνοντας τον εαυτό σου πως αυτά που είναι, δεν είναι αυτά που είναι, αλλά αυτά που θα ήθελες να είναι!

Η ελπίδα, λένε, πεθαίνει τελευταία. Και γιατί δηλαδή να πεθάνει τελευταία; Γιατί να μην πάει μια ώρα αρχύτερα να γλυτώσουμε κι εμείς την ταλαιπωρία; Εε; Αυτή θα μας θάψει δηλαδή;
Και καλά να είναι η ελπίδα όντως ζωντανή...αλλά να κοτσάρεις μια μούμια, πεθαμένη 1000 φορές και να την κοιτάς "ελπίζοντας"....πάει πολύ. Ακόμα και για μένα, πάει πολύ. Όχι, δεν επιτρέπω σε καμιά μούμια να με θάψει! Την θάβω εγώ!

Καθαρίσαμε με το ένα μέτωπο. Και τώρα πάμε στα δύσκολα. Εκεί που πραγματικά χρειάζεται ελπίδα, αλλά δυστυχώς δεν υπάρχει....

Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2009

Φίλη μου



Κομμάτια. Κομμάτια, αλληλοσυμπληρώνονται. Αρμονία. Ισορροπία. Ένα καλοφτιαγμένο πάζλ.....
Ραγίζει. Σπάει. Ισορροπία δεν υπάρχει πια. Τα χτυπήματα απανωτά, απ' όλα τα μέτωπα.


Έχω μια φίλη. Δεν τη ζήτησα, μα ήρθε, πολλά χρόνια πριν κι έκατσε στη διπλανή καρέκλα. Από τότε είναι πάντα κοντά μου. Όπου κι αν είμαι, ό,τι κι αν κάνω, είναι μαζί μου. Κανείς άλλος δεν τη βλέπει, μόνο εγώ. Στην αρχή δεν μ' άρεσε, με τα χρόνια όμως άνθισε, ομόρφυνε ή ίσως συνήθισα την όψη της, δεν ξέρω.

Μαγεία. Μια λέξη που πολλοί χρησιμοποιούν, αλλά λίγοι καταλαβαίνουν. Η λέξη της ζωής μου.


Ειρμός. Δεν υπάρχει.


Αιώρηση...


Είναι ψηλή, η φίλη μου, ογκώδης. Συνήθως στέκεται κάπου δίπλα μου, μα υπάρχουν φορές που γεμίζει το οπτικό μου πεδίο. Δεν ήθελα να τη βλέπω, τουλάχιστον όχι μόνο εκείνη. Της το είχα πει, μα δεν την ένοιαζε. Κάνει πάντα το δικό της. Κι αυτή...

Μουσική, λατρεία.

Θλίψη...


Δεν ήξερα ποια είναι. Την έβλεπα, πάντα εκεί, αμίλητη. Όταν είχα πια συνηθίσει στην παρουσία της, όταν αντιλήφθηκα πως δεν είχε κανέναν σκοπό να μ' αφήσει στην ησυχία μου, πρέπει να ήμουν γύρω στα 20, της έπιασα για πρώτη φορά κουβέντα. Τη θυμόμουν απ' την αρχή της εφηβίας μου ακόμα. Της το είπα. Μου χαμογέλασε με συμπάθεια. -"Τί θέλεις;" τη ρώτησα. "Ποιά είσαι;" -"Ακόμα δεν έχεις καταλάβει; Τ' όνομά μου είναι Μοναξιά." μου απάντησε.

Ακούω έναν στίχο τώρα...πόσο αληθινό...

Θέλω να βυθιστώ στους ήχους.


Είναι η καλύτερή μου φίλη. Δε μ' αφήνει ποτέ μόνη. Οξύμωρο... κι όμως. Την αγαπώ.


Ισορροπία δεν υπάρχει πια.
Μαγεία. Η λέξη της ζωής μου. Όλα όσα έχω μέσα μου. Οι χαρές μου, οι προσπάθειές μου, οι λύπες μου... Δεν την περιμένω. Δεν την ψάχνω. Την δημιουργώ. Μαγικά. Απλά. Ανθρώπινα...

Μιλάμε τώρα πια, συχνά, τα τελευταία χρόνια. Είναι κομμάτι μου. Ίσως το μόνο ανέπαφο. Το πιο αληθινό. Σταθερά εδώ, δίπλα μου. Τώρα δεν νευριάζω όταν μου σκεπάζει τις άλλες εικόνες, τώρα ξέρω, προσπαθεί να με προστατέψει απ' την ασχήμια. Η καλύτερή μου φίλη. Κάποιοι είπαν πως θέλησαν να τη διώξουν από κοντά μου, να πάρουν τη θέση της. Κανείς δε μπόρεσε. Κανείς τόσο πιστός. Κανείς τόσο αληθινός. Φεύγουν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Φεύγω, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.

Μουσική, λατρεία.

Μάτια καθάρια, ειλικρινή. Μάτια φοβισμένα. Μάτια δακρυσμένα, γελαστά. Μάτια κλειστά.


Τα χτυπήματα απανωτά, απ' όλα τα μέτωπα.


Η πιο πιστή μου φίλη. Κανείς δε μπορεί να πάρει τη θέση της. Την αγαπώ.


Αρμονία, δεν υπάρχει.

Κομμάτια...σκόρπια.


Ζωή... Ραγίζει, σπάει.

Για πόσο ακόμα...

Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2009

Μια βόλτα στη βροχή




Μια βόλτα. Ανάμεσα στις ψηλές πολυκατοικίες. Εκεί που βασιλεύουν οι σκιές. Με τη σκέψη άδεια. Με την καρδιά γεμάτη. Με έναν κόμπο στον λαιμό. Με την αναμονή πλάι μου κι ας μην ακούω τα βήματά της. Την αναμονή του απόλυτου. Με τη γλυκιά γεύση των αναμνήσεων στην άκρη της γλώσσας μου. Με το τοπίο ν΄ αλλάζει συνεχώς, μα πάντα ίδιο. Με τις αναμνήσεις να χτυπά η μια την άλλη στη βιασύνη τους να φτάσουν στα μάτια μου.

Εικόνες... Ενα παιδάκι σ' ένα κίτρινο ποδήλατο. Οι μεγάλοι προβολείς ενός φορτηγού. Ένα ζευγαράκι φιλιέται σε μια γωνιά. Γαλάζια μπαλκόνια. Μια βιαστική κυρία με δύο σακκούλες, μία στο κάθε χέρι. Ξένοι.

Τίποτα δεν μπορεί να το αλλάξει. Πώς φεύγει ο χρόνος... σαν το νερό, δεν μπορείς να τον κρατήσεις μεσ' τις χούφτες σου. Μόνο τον αγγίζεις και τον βλέπεις να κυλά ανάμεσα στα δάχτυλά σου και να χάνεται. Μια στιγμή. Όλα είναι μια στιγμή. Όλα. Όσα πρόλαβες. Όλη η ζωή.

Πόσα θα ήθελα να είχα πει Θεέ μου... Πόσα θα ήθελα να μπορούσα να πω. Φοβάμαι.

ΦΟΒΑΜΑΙ!

Μια σταγόνα. Κυλά στο πρόσωπό μου. Δειλό χαμόγελο. Ακολουθούν κι άλλες... κι άλλες. Σταματώ και κοιτάζω τον ουρανό. Τις αισθάνομαι, κάθε μια διαφορετικό βάρος, άλλη αποστολή. Ανοίγω το παλτό, ανοίγω τα χέρια μου, ανοίγω το είναι μου. Μένω ακίνητη, τα μάτια καρφωμένα στον ουρανό. Τα μαλλιά μου υγρά, τα ρούχα μου το ίδιο. Τις νοιώθω μέχρι το μεδούλι. Να ξεπλένουν τους φόβους, τη λύπη, να παίρνουν, φεύγοντας, μαζί τους κάθε σκιά. Η βροχή δυναμώνει, μαζί μεγαλώνει και το χαμόγελό μου, μέχρι που γίνεται ένα δυνατό γέλιο. Γέλα ψυχή μου! Είναι η δική σου στιγμή!

Απόψε θα πλαγιάσω κάτω από ένα λυπημένο σύννεφο...

Πλέον